Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ

Διαβάζονται

Περιφέρω, μέχρι να πέσει η νύχτα, μια αίσθηση ζωής ίδια με αυτών των δρόμων. Τη μέρα είναι γεμάτοι από φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από έλλειψη φασαρίας, που πάλι δεν σημαίνει τίποτα.

Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους από την πλευρά της Αλφάντεγκα, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι και εγώ ψυχή, το οποίο μπορεί να μην έχει καμιά σημασία μπροστά στην ουσία των πραγμάτων.

Υπάρχει ένα κοινό πεπρωμένο, καθότι αφηρημένο, για τους ανθρώπους και τα πράγματα – ένας εξίσου αδιάφορος ορισμός στην άλγεβρα του μυστηρίου. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα… Εκείνες τις αργές και άδειες ώρες ανεβαίνει από την ψυχή στο πνεύμα μου μια θλίψη ολόκληρου του είναι μου, η πίκρα ότι όλα είναι μια αίσθηση δική μου και συνάμα ένα πράγμα εξωτερικό, που δεν είναι στο χέρι μου να το αλλάξω.

Αχ, πόσες φορές τα όνειρά μου υψώνονται μπροστά μου σαν πράγματα, όχι για να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, αλλά για να μου πουν ότι της μοιάζουν στο ότι δεν τα θέλω, στο ότι εμφανίζονται ξαφνικά απ’ έξω, όπως το τραμ που κάνει στροφή στο βάθος του δρόμου ή όπως η φωνή του νυχτερινού ντελάλη –τι να διαλαλεί άραγε;–, που ξεχωρίζει, αραβική μελωδία, σαν απρόσμενο σιντριβάνι, στη μονοτονία του δειλινού.

Περνούν μέλλοντα ζευγάρια, περνούν μοδιστρούλες δυο δυο, περνούν νεαροί στο κατόπι της ηδονής, καπνίζουν στο αιώνιο πεζοδρόμιό τους οι συνταξιούχοι των πάντων, πού και πού βγαίνουν στην πόρτα τους για λίγο οι ακίνητοι αλήτες που λέγονται μαγαζάτορες. Αργοί, γεροδεμένοι και καχεκτικοί, οι νεοσύλλεκτοι υπνοβατούν σε παρέες άλλοτε πολύ θορυβώδεις, άλλοτε παραπάνω κι από θορυβώδεις. Πότε πότε εμφανίζεται και κάποιος φυσιολογικός άνθρωπος. Τούτη την ώρα τα αυτοκίνητα δεν είναι πολλά. Αυτά εδώ είναι μουσικά.

Στην καρδιά μου υπάρχει μια αγωνιώδης ειρήνη, και η ηρεμία μου είναι καμωμένη από παραίτηση. Όλα περνούν και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου λέει τίποτα, όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου, ξένα στο ίδιο τους το πεπρωμένο –ανεμελιά, βρισιές απρόβλεπτες, όταν η μοίρα πετάει πέτρες, αντίλαλοι αγνώστων φωνών–, συλλογική σαλάτα της ζωής.

Αντιμετωπίζω με ηρεμία, χωρίς τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι είναι για την ψυχή ένα χαμόγελο, το ενδεχόμενο να κλείσω για πάντα τη ζωή μου σ’ αυτή τη Ρούα ντος Ντοραδόρες, σ’ αυτό το γραφείο, σ’ αυτή την ατμόσφαιρα τούτων των ανθρώπων. Να ‘χω κάτι για να τρώω και να πίνω, και κάπου να μένω, και λίγο ελεύθερο χρόνο για να ονειρεύομαι, να γράφω, να κοιμάμαι’ τι άλλο μπορώ να ζητήσω από τους θεούς ή να ελπίσω από τη μοίρα;

Είχα μεγάλες φιλοδοξίες και υπέρμετρα όνειρα – αλλά τα ίδια είχαν και το παιδί για τα θελήματα και η μοδίστρα, γιατί όνειρα έχει όλος ο κόσμος. Αυτό που μας διαφοροποιεί είναι η δύναμη να τα υλοποιούμε ή η τύχη να τα βλέπουμε να υλοποιούνται για μας.

Όσον αφορά τα όνειρα, είμαι όμοιος με το παιδί για τα θελήματα ή τη μοδίστρα. Το μόνο στο οποίο διαφέρω είναι ότι ξέρω να γράφω. Ναι, είναι μια πράξη, μια δική μου πραγματικότητα που με κάνει να διαφέρω από αυτούς. Στην ψυχή είμαι όμοιός τους.

Από “Το βιβλίο της ανησυχίας”, του Φερνάντο Πεσσόα, εκδόσεις Εξάντας. 

Περισσότερα άρθρα

ΝΕΑ

Δημοφιλή