Το πο­τά­μι – Αντώνης Σαμαράκης

Διαβάζονται

Το πο­τά­μι 

Αντώνης Σαμαράκης

Η ΔΙΑΤΑΓΗ εί­τα­νε ξε­κά­θα­ρη: Α­πα­γο­ρεύ­ε­ται τό μπά­νιο στό πο­τά­μι, α­κό­μα καί νά πλη­σιά­ζει κα­νέ­νας σέ α­πό­στα­ση λι­γό­τε­ρο α­πό δι­α­κό­σια μέ­τρα. Δέ χώ­ρα­γε λοι­πόν κα­μιά πα­ρα­νό­η­ση. Ό­ποι­ος τήν πα­ρέ­βαι­νε τή δι­α­τα­γή, θά πέρ­να­γε στρα­το­δι­κεί­ο.
    Τούς τη δι­ά­βα­σε τίς προ­άλ­λες ο ί­διος ο ταγ­μα­τάρ­χης. Δι­έ­τα­ξε γε­νι­κή συγ­κέν­τρω­ση, ό­λο τό τάγ­μα, και τούς τη δι­ά­βα­σε. Δι­α­τα­γή τής Με­ραρ­χί­ας! Δέν εί­τα­νε παί­ξε-γέ­λα­σε.
      Εί­χα­νε κά­που τρείς βδο­μά­δες πού εί­χαν α­ρά­ξει δώθε απ τό πο­τά­μι. Κείθε α­π τό πο­τά­μι εί­ταν ο ε­χθρός, οι Άλ­λοι ό­πως τούς λέ­γα­νε πολ­λοί.
    Τρείς βδο­μά­δες α­πρα­ξί­α. Σί­γου­ρα δέ θά βά­στα­γε πο­λύ τού­τη η κα­τά­στα­ση, μά γιά τήν ώ­ρα ε­πι­κρα­τού­σε η­συ­χί­α.

     Καί στίς δυ­ό ό­χθες τού πο­τα­μιού, σέ με­γά­λο βά­θος, εί­τα­νε δά­σος. Πυ­κνό δά­σος. Μέ­σ στό δά­σος εί­χα­νε στρα­το­πε­δεύ­σει καί οι μέν καί οι δέ.

    Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες τους εί­τα­νε πώς οι Άλ­λοι εί­χα­νε δυ­ό τάγ­μα­τα ε­κεί. Ω­στό­σο, δέν ε­πι­χει­ρού­σα­νε ε­πί­θε­ση, ποι­ός ξέ­ρει τί λο­γα­ρι­ά­ζα­νε νά κά­νου­νε. Στό με­τα­ξύ, τά φυ­λά­κια, καί α­π τίς δυ­ό με­ρι­ές, εί­ταν ε­δώ καί κεί, κρυμ­μέ­να στό δά­σος, έ­τοι­μα γιά πάν εν­δε­χό­με­νο.

    Τρείς βδο­μά­δες! Πώς εί­χα­νε πε­ρά­σει τρείς βδο­μά­δες! Δέ θυ­μόν­του­σαν σ αυ­τόν τόν πό­λε­μο, πού εί­χε αρ­χί­σει ε­δώ καί δυ­ό­μι­ση χρό­νια πε­ρί­που, άλ­λο τέ­τοι­ο δι­ά­λειμ­μα σάν καί τού­το.

    Ό­ταν φτά­σα­νε στό πο­τά­μι, έ­κα­νε α­κό­μα κρύ­ο. Μά ε­δώ καί με­ρι­κές μέ­ρες, ο και­ρός εί­χε στρώ­σει. Ά­νοι­ξη πιά !
   Ο πρώ­τος πού γλί­στρη­σε κα­τά τό πο­τά­μι εί­τα­νε λο­χί­ας. Γλί­στρη­σε έ­να πρω­ι­νό καί βού­τη­ξε. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, σύρ­θη­κε ώς τούς δι­κούς του, μέ δυ­ό σφαί­ρες στό πλευ­ρό. Δέν έ­ζη­σε πολ­λές ώ­ρες.

  Τήν άλ­λη μέ­ρα, δυ­ό φαν­τά­ροι τρα­βή­ξα­νε γιά κεί, καί δέν τούς ξα­να­εί­δε πιά κα­νέ­νας. Α­κού­σα­νε μο­νά­χα πο­λυ­βο­λι­σμούς, καί ύ­στε­ρα σι­ω­πή.
    Τό­τε βγή­κε η δι­α­τα­γή τής Με­ραρ­χί­ας.

  Εί­τα­νε ω­στό­σο με­γά­λος πει­ρα­σμός τό πο­τά­μι. Τ α­κού­γα­νε πού κυ­λού­σε τά νε­ρά του καί τό λα­χτα­ρού­σα­νε. Αυ­τά τά δυ­ό­μι­ση χρό­νια τούς εί­χε φά­ει η βρώ­μα. Εί­χα­νε ξε­συ­νη­θί­σει α­πό ­να σω­ρό χα­ρές. Καί νά, τώ­ρα, πού εί­χε βρε­θεί στό δρό­μο τους αυ­τό τό πο­τά­μι. Μά η δι­α­τα­γή τής Με­ραρ­χί­ας
 
     Στο δι­ά­ο­λο η δι­α­τα­γή τής Με­ραρ­χί­ας! εί­πε μέ­σ α­π τά δόν­τια του, κεί­νη τή νύ­χτα.
   Γύ­ρι­ζε καί ξα­να­γύ­ρι­ζε καί η­συ­χί­α δέν εί­χε. Τό πο­τά­μι α­κου­γό­τα­νε πέ­ρα καί δέν τόν ά­φι­νε νά η­συ­χά­σει.
     Θα πή­γαι­νε τήν άλ­λη μέ­ρα, θά πή­γαι­νε ο­πωσ­δή­πο­τε. Στό δι­ά­ο­λο η δι­α­τα­γή τής Με­ραρ­χί­ας, τήν έ­γρα­φε στ’ α­παυ­τά του.

   Οι άλ­λοι φαν­τά­ροι κοι­μόν­του­σαν. Τέ­λος τόν πή­ρε κι αυ­τόν ο ύ­πνος. Εί­δε έ­να ό­νει­ρο, έ­ναν ε­φιά­λτη. Στήν αρ­χή, τό εί­δε ό­πως εί­τα­νε: πο­τά­μι. Εί­τα­νε μπρο­στά του αυ­τό τό πο­τά­μι καί τόν πε­ρί­με­νε. Κι αυ­τός, γυ­μνός στήν ό­χθη, δέν έ­πε­φτε μέ­σα. Σά νά τόν βά­στα­γε έ­να α­ό­ρα­το χέ­ρι. Ύ­στε­ρα τό πο­τά­μι με­τα­μορ­φώ­θη­κε σέ γυ­ναί­κα. Μιά νέ­α γυ­ναί­κα, με­λα­χρι­νή, μέ σφι­χτο­δε­μέ­νο κορ­μί. Γυ­μνή, ξα­πλω­μέ­νη στό γρα­σί­δι, τόν πε­ρί­με­νε. Κι αυ­τός, γυ­μνός μπρο­στά της, δέν έ­πε­φτε πά­νω της. Σά νά τόν βά­στα­γε έ­να α­ό­ρα­το χέ­ρι.
     Ξύ­πνη­σε βα­λαν­τω­μέ­νος δέν εί­χε α­κό­μα φέ­ξει
         
   Φτά­νον­τας στήν ό­χθη, στά­θη­κε καί τό κοί­τα­ζε. Τό πο­τά­μι! Ώ­στε υ­πήρ­χε λοι­πόν αυ­τό τό πο­τά­μι; Ώ­ρες-ώ­ρες, συλ­λο­γι­ζό­τα­νε μή­πως δέν υ­πήρ­χε στ α­λή­θεια. Μή­πως εί­τα­νε μιά φαν­τα­σί­α τους, μιά ο­μα­δι­κή ψευ­δαί­σθη­ση.
      Εί­χε βρεί μί­αν ευ­και­ρί­α καί τρά­βη­ξε κα­τά τό πο­τά­μι. Τό πρω­ι­νό εί­τα­νε θαύ­μα! Άν εί­τα­νε τυ­χε­ρός καί δέν τόν παίρ­να­νε μυ­ρου­διά Νά πρό­φται­νε μο­νά­χα νά βου­τή­ξει στό πο­τά­μι, νά μπεί στά νε­ρά του, τά πα­ρα­κά­τω δέν τόν νοι­ά­ζα­νε.

   Σ έ­να δέν­τρο, δί­πλα στήν ό­χθη, ά­φι­σε τά ρού­χα του, καί, όρ­θιο πά­νω στόν κορ­μό, τό του­φέ­κι του. Έ­ρι­ξε δυ­ό τε­λευ­ταί­ες μα­τι­ές, μιά πί­σω του, μήν εί­τα­νε κα­νέ­νας α­π τούς δι­κούς του, καί μιά στήν αν­τί­πε­ρα ό­χθη, μήν εί­τα­νε κα­νέ­νας α­π τούς Άλ­λους. Καί μπή­κε στό νε­ρό.

     Α­π τη στιγ­μή πού το σώ­μα του, ο­λό­γυ­μνο, μπή­κε στο νε­ρό, τού­το το σώ­μα πού δυ­ό­μι­ση χρό­νια βα­σα­νι­ζό­τα­νε, πού δυ­ό τραύ­μα­τα το εί­χα­νε ώς τώ­ρα ση­μα­δέ­ψει, α­πό τη στιγ­μήν αυ­τή έ­νι­ω­σε άλ­λος άν­θρω­πος. Σα να πέ­ρα­σε έ­να χέ­ρι μ έ­να σφουγ­γά­ρι μέ­σα του και να τά­σβη­σε αυ­τά τά δυ­ό­μι­ση χρό­νια. river dive

Κο­λυμ­πού­σε πό­τε μπρού­μυ­τα, πό­τε α­νά­σκε­λα. Αφι­νό­τα­νε να τον πη­γαί­νει τό ρεύ­μα. Έ­κα­νε καί μα­κρο­βού­τια.
     Εί­ταν έ­να παι­δί τώ­ρα αυ­τός ο φαν­τά­ρος, πού δεν εί­τα­νε πα­ρά ει­κο­σι­τρι­ώ χρο­νώ κι ό­μως τα δυ­ό­μι­ση τε­λευ­ταί­α χρό­νια εί­χαν α­φί­σει βα­θιά ί­χνη μέ­σα του.

    Δε­ξιά κι α­ρι­στε­ρά, και στις δυ­ό ό­χθες, φτε­ρου­γί­ζα­νε που­λιά, τον χαι­ρε­τού­σα­νε περ­νών­τας πό­τε-πό­τε α­πό πά­νω του.
     Μπρο­στά του, πή­γαι­νε τώ­ρα έ­να κλα­δί πού τό­σερ­νε τό ρεύ­μα. Βάλ­θη­κε νά τό φτά­σει μ έ­να μο­νά­χα μα­κρο­βού­τι. Και το κα­τά­φε­ρε.
Βγή­κε α­π το νε­ρό α­κρι­βώς δί­πλα στο κλα­δί. Ένι­ω­σε μί­α χα­ρά!
Μά τήν ί­δια στιγ­μή εί­δε έ­να κε­φά­λι μπρο­στά του, κά­που τριά­ντα μέ­τρα μα­κριά.
     Στα­μά­τη­σε και προ­σπά­θη­σε να δει κα­λύ­τε­ρα.
    Καί κεί­νος πού κο­λυμ­πού­σε ε­κεί τον εί­χε δει, εί­χε στα­μα­τή­σει κι αυ­τός. Κοι­τά­ζον­ταν.
    Ξα­νά­γι­νε α­μέ­σως αυ­τός πού εί­τα­νε καί πρω­τύ­τε­ρα: έ­νας φαν­τά­ρος πού εί­χε κι­ό­λα δυ­ό­μι­ση χρό­νια πό­λε­μο, πού εί­χε έ­ναν πο­λε­μι­κό σταυ­ρό, πού εί­χε α­φί­σει τό του­φέ­κι του στό δέν­τρο.

     Δέ μπο­ρού­σε νά κα­τα­λά­βει άν αυ­τός αν­τί­κρυ του εί­τα­νε α­π τούς δι­κούς του ή α­π τούς Άλ­λους. Πώς νά τό κα­τα­λά­βει; Έ­να κε­φά­λι έ­βλε­πε μο­νά­χα. Μπο­ρού­σε νά­ναι έ­νας α­π τούς δι­κούς του. Μπο­ρού­σε νά­ναι έ­νας α­π τούς Άλ­λους.

     Γιά με­ρι­κά λε­πτά καί οι δυ­ό τους στέ­κον­ταν α­κί­νη­τοι στά νε­ρά. Τή σι­ω­πή δι­έ­κο­ψε έ­να φτάρ­νι­σμα. Εί­ταν αυ­τός πού φταρ­νί­στη­κε, καί, κα­τά τή συ­νή­θειά του, βλα­στή­μη­σε δυ­να­τά. Τό­τε κεί­νος αν­τί­κρυ του άρ­χι­σε νά κο­λυμ­πά­ει γρή­γο­ρα πρός τήν αν­τί­πε­ρα ό­χθη. Μά κι αυ­τός δέν έ­χα­σε και­ρό. Κο­λύμ­πη­σε πρός τήν ό­χθη του μ ό­λη του τή δύ­να­μη. Βγή­κε πρώ­τος. Έ­τρε­ξε στό δέν­τρο πού εί­χε α­φί­σει τό του­φέ­κι του, τ άρ­πα­ξε. Ο Άλ­λος, ό,τι έ­βγαι­νε α­π τό νε­ρό. Έ­τρε­χε τώ­ρα καί κεί­νος νά πά­ρει τό του­φέ­κι του.

    Σή­κω­σε τό του­φέ­κι του αυ­τός, ση­μά­δε­ψε. Τού εί­τα­νε πά­ρα πο­λύ εύ­κο­λο νά τού φυ­τέ­ψει μιά σφαί­ρα στό κε­φά­λι. Ο Άλ­λος εί­τα­νε σπου­δαί­ος στό­χος έ­τσι κα­θώς έ­τρε­χε ο­λό­γυ­μνος, κά­που εί­κο­σι μέ­τρα μο­νά­χα μα­κριά.

    Μά δέν τρά­βη­ξε τή σκαν­δά­λη. Ο Άλ­λος εί­ταν ε­κεί, γυ­μνός ό­πως εί­χε έρ­θει στόν κό­σμο. Κι αυ­τός εί­ταν ε­δώ, γυ­μνός ό­πως εί­χε έρ­θει στόν κό­σμο.
    Δέ μπο­ρού­σε νά τρα­βή­ξει. Εί­τα­νε καί οι δυ­ό γυ­μνοί. Δυ­ό άν­θρω­ποι γυ­μνοί. Γυ­μνοί α­πό ρού­χα. Γυ­μνοί α­πό ο­νό­μα­τα. Γυ­μνοί α­πό ε­θνι­κό­τη­τα. Γυ­μνοί α­π τόν χα­κί ε­αυ­τό τους.
   Δέ μπο­ρού­σε νά τρα­βή­ξει. Τό πο­τά­μι δέν τούς χώ­ρι­ζε τώ­ρα, αν­τί­θε­τά τους έ­νω­νε.
  Δέ μπο­ρού­σε νά τρα­βή­ξει. Ο Άλ­λος εί­χε γί­νει έ­νας άλ­λος άν­θρω­πος τώ­ρα, χω­ρίς άλ­φα κε­φα­λαί­ο, τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο.

      Χα­μή­λω­σε τό του­φέ­κι του. Χα­μή­λω­σε τό κε­φά­λι του. Καί δέν εί­δε τί­πο­τα ώς τό τέ­λος, πρό­φτα­σε νά δεί μο­νά­χα κά­τι που­λιά πού φτε­ρου­γί­σα­νε τρο­μαγ­μέ­να σάν έ­πε­σε α­π τήν αν­τι­κρι­νή ό­χθη η του­φε­κιά, κι αυ­τός, γο­νά­τι­σε πρώ­τα, ύ­στε­ρα έ­πε­σε μέ τό πρό­σω­πο στό χώ­μα.

Αντώνης Σαμαράκης,  Ζητείται ελπίς

 

Περισσότερα άρθρα

ΝΕΑ

Δημοφιλή