Κάτι απ’ την εσώτατη ψυχή της ύπαρξης
I Ποιο πλάσμα ζωντανό, προικισμένο με αισθήσεις, δεν αγαπάει περισσότερο απ’ όλες τις θαυμάσιες λάμψεις του χώρου που απλώνεται τριγύρω του, εκείνο το πασίχαρο φως -με τα χρώματα, με τις ανταύγειες και τις αχτίδες του˙ την αβρή του παρουσία παντού, καθώς η μέρα που ξυπνάει; Ο κόσμος τέρας των ακατάβλητων αστερισμών, σαν κάτι απ’ την εσώτατη ψυχή της ύπαρξης το ανασαίνει κι επιπλέει χορεύοντας μες στον γαλάζιο του κατακλυσμό˙ κι ακόμη: αιώνες σιωπηλή η ακτινοβόλος πέτρα, το τρυφερό φυτό που θρέφεται ρουφώντας ό,τι χυμός στη γη και το παράφορο θηρίο με πλήθος όψεις το ανασαίνει˙ μα πιο πολύ ο εξαίσιος ξένος: με το στοχαστικό το βλέμμα, το ανάερο περπάτημα και τα μελωδικά του χείλη απαλά κλεισμένα. Εκείνο, ως βασιλιάς της επίγειας φύσης, καλεί όλες τις δυνάμεις του σε αναρίθμητες μεταμορφώσεις: συνάπτει και διαλύει ακατάπαυστα συμμαχίες και η ουράνια εικόνα του περιβάλλει κάθε γήινη ουσία. Η παρουσία του και μόνο δείχνει το μέγα θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Κάτω εδώ, εγώ προσφεύγω στη σεπτή, ανείπωτη, μυστήρια νύχτα. Πιο πέρα, ο κόσμος γκρεμισμένος σ’ έναν τάφο βαθύ˙ ο τόπος του: άγονος και έρημος.
Έγκατη θλίψη φυσάει σ’ ένα έγχορδο στήθος. Θα γκρεμιστώ: δροσάτο φως ντυμένο στάχτη. Επιθυμίες νεανικές, όνειρα παιδικά, πρόσκαιρες χαρές ενός μακρότατου βίου και μάταιες ελπίδες έρχονται τις αποστάσεις της μνήμης ντυμένες στα γκρίζα, καθώς η βραδινή ομίχλη μετά τη δύση του ηλίου. Το φως αλλού, σε άλλους τόπους ρίχνει χαρούμενο σκοινιά και τους πασσάλους του. Δεν πρέπει κάποτε να επιστρέψει στα παιδιά του, που προσμένουν με αθώα πίστη να επιστρέψει;
Τι αναβλύζει ξάφνου απ’ την καρδιά τόσο εκδικητικό και κατατρώγει τον απαλό άνεμο της θλίψης; Βρίσκεις κι εσύ χαρά εντός μας, έρεβη νύχτα; Τι είναι αυτό που σκέπει ο μανδύας σου και πλήττει αθέατο με λύσσα την ψυχή μου; Βάλσαμο εξαίσιο κυλάει μέσα απ’ το χέρι σου μια δέσμη παπαρούνες -κι υψώνεις βαριές τις φτερούγες του πνεύματος. Σκοτεινούς κι ανέκφραστους μάς κυριαρχεί το ρίγος -έντρομος χαρά βλέπω μιαν όψη αυστηρή˙ γαλήνια, ευλαβική γέρνει προς το μέρος μου και μέσα από ατέλειωτες, απόκρημνες μπούκλες προβάλλει στοργική η νεότητα της μητέρας. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως! -πόσο χαρμόσυνος και ευλογημένος ο αποχωρισμός της ημέρας.
Γι’ αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η νύχτα σού στερεί τους υπηρέτες σου, σπέρνεις εκτυφλωτικές τις σφαίρες σου στα χάσματα του χώρου, για να διαλαλήσεις την παντοδυναμία σου -την επιστροφή- στις ώρες της απουσίας σου. Και τα αμέτρητα μάτια που ανοίγει η νύχτα εντός μας φαίνονται πιο του ουρανού κι απ’ τα περίλαμπρα άστρα˙ καθώς βλέπουν μακρύτερα από τα κάτωχρα εκείνα πλήθη και δεν χρειάζονται το φως για να περάσουν μέσα απ’ τα έγκατα ενός στοργικού πνεύματος: ό,τι κατακλύζει με απερίγραπτη λαχτάρα έναν τόπο αγέρωχο.
Δόξα στη βασίλισσα της Οικουμένης, στη μεγαλοπρεπή επαγγελία των ιερών κόσμων, στην τροφό της μακάριας αγάπης. Εκείνη σε στέλνει σ’ εμένα, τρυφερή Αγαπημένη, ήλιο εξαίσιο της νύχτας˙ τώρα αγρυπνώ˙ καθώς ανήκω και στους δυο μας -εσύ μου έταξες τη νύχτα για να ζήσω κι έπλασες έναν άνθρωπο απ’ την ύλη μου -κατασπάραξε, λοιπόν, το σώμα μου με όλη την παραφορά του πνεύματος, ώστε να ενωθώ, ο μέσα άνεμος, μαζί σου˙ και ύστερα τη γαμήλια νύχτα θα διαρκεί το Αιώνιο.
ΙΙ Μα πρέπει πάντα η αυγή να επιστρέφει; Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η γήινη δυναστεία; Βέβηλη η μέριμνα για τα καθημερινά κατασπαράζει την ουράνια έλευση της νύχτας. Δεν θα αφεθεί ποτέ η μυστική θυσία της αγάπης στην αιώνια φλόγα; Το φως μετρήθηκε στον Χρόνο του· όμως η νύχτα άχωρη και άχρονη εξουσιάζει. -Κι ο ύπνος διαρκεί το Αιώνιο. Ω ύπνε ιερέ, μην στέργεις τόσο σπάνια τον αφοσιωμένο Υπηρέτη της νύχτας, μέσα σε αυτό το επίγειο έργο των ημερών. Μόνο οι τρελοί σε παρανοούν και δεν γνωρίζουν τίποτε από σένα, παρά τον ίσκιο, που επάνω μας σπλαχνίζεσαι, σε εκείνο το λυκόφως της αληθινής νύχτας: δεν σε αισθάνονται στον χρυσό κατακλυσμό των σταφυλιών -στο λάδι το θαυμάσιο της αμυγδαλιάς και στον σκούρο χυμό της παπαρούνας˙ δεν ξέρουν ότι εσύ ανασαίνεις στα τρυφερά στήθη του κοριτσιού και φτιάχνεις από την αγκαλιά του έναν ουρανό -δεν υποπτεύονται καν ότι εσύ αντιβαίνεις, από ιστορίες παλιές, ο άπλετος ουρανός, και φέρεις το κλειδί για τις οικίες των Μακαρίων, άλαλος Αγγελιαφόρος των πιο μεγάλων μυστικών.
III Κάποτε, όταν ξέσπαγα σε δάκρυα πικρά, και τέλειωνα στον πόνο κι η ελπίδα μου χανόταν μακριά κι έρημος στεκόμουν στο γυμνό ύψωμα, που φύλαγε το Σχήμα της Ζωής μου απλωμένο στη στενή, τη σκοτεινή του επικράτεια, έρημος όσο κανείς Έρημος υπήρξε, από έναν τρόμο ανείπωτο σπρωγμένος -αδύναμος, ένας αξιολύπητος συλλογισμός και μόνο. Κι όπως τριγύρω κοίταζα γυρεύοντας βοήθεια, ανήμπορος να κινηθώ μπροστά ή να στραφώ και πάλι πίσω, κι απ’ τη φευγάτη, εφήμερη ζωή με μιαν απύθμενη λαχτάρα γαντζωμένος: τότε ήλθε απ’ τη γαλάζια έκταση -απ’ τα ψηλά της παλαιάς ευδαιμονίας μου- ένα λυκόφως ρίγος˙ μεμιάς έσπασαν τα δεσμά της Γέννησης: οι αλυσίδες από φως. Η γήινη λαμπρότητα φτερούγισε μακριά κι ο θρήνος μου μαζί της -κι η θλίψη κύλησε ευθύς στο βάραθρο ενός καινούργιου κόσμου.
Ω έκσταση της νύχτας, ήλθες από πάνω μου: γαλήνιος ύπνος του ουρανού -κι ο τόπος σηκώθηκε αργά˙ ψηλά, κρεμόταν ελεύθερο το νεογέννητο πνεύμα μου. Το ύψωμα έγινε ένα σύννεφο σκόνη -κι εντός του είδα καθαρή την όψη της Αγαπημένης. Στα μάτια της ησύχαζε το Αιώνιο -και κράτησα τα χέρια της σφιχτά μες στα δικά μου˙ τα δάκρυα σπίθισαν άρρηκτα δεσμά.
Χιλιάδες χρόνια καταιγίδα σάρωναν χαμηλά, σε απόσταση. Και στον λαιμό της δάκρυζα χαρά τη νέα ζωή. Ηταν το πρώτο και το μοναδικό όνειρο -κι έκτοτε τρέφω ακλόνητη, αιώνια την πίστη μου στον ουρανό της νύχτας και στο φως του: την Αγαπημένη.
Νοβάλις: Ύμνοι στη Νύχτα
Η βαθύτατη οδύνη που δοκίμασε ο Νοβάλις από τον πρόωρο θάνατο της Αγαπημένης του, Σοφί φον Κιν, [Sophie von Kühn, 1782-1797] συνιστά τον προφανή αυτοβιογραφικό πυρήνα του συνθέματος. Η Νύχτα είναι εκείνη η φυσική επικράτεια του Χώρου και του Χρόνου που βρίσκει πάντοτε τον άνθρωπο έρημο και απογυμνωμένο στην τρομερή συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας των έργων της ημέρας να καλύψουν ό,τι το ανώτερο επιζητεί ένα κατακερματισμένο Εγώ, ένα γκρεμισμένο Εγώ στον ίδιο τον εαυτό του.Οι Υμνοι στη Νύχτα, η άγρια αυτή κυματοειδής εκφορά λυρικών εξάρσεων και σπαραγμάτων μιας βαθύτατα φιλοσοφικής γλώσσας, η ανοίκεια σύνθεση ενός αδιαμφισβητήτου ποιητικού και φιλοσοφικού ταλέντου, όπως ο Νοβάλις, που διακηρύσσει τον Χώρο και τον Χρόνο ως εσωτερικές και μόνο οντότητες, σχήματα αποκλειστικά της πνευματικής ύπαρξης του ανθρώπου που συλλαμβάνει την πεπερασμένη παράσταση της Φύσης ως το αινιγματικό Ενδυμα του Αθέατου -της απόλυτης πραγματικότητας που νιώθει σε κάθε στοχασμό του-, ως τη σκοτεινή εικόνα μέσα από την οποία το θεϊκό στοιχείο φανερώνει τον εαυτό του στον άνθρωπο, στην ύψιστη αγωνία τους να κατορθώσουν μια νέα μεταφυσική για την πίστη, τη Χριστιανοσύνη, τον Θεό και την κοινωνική πραγματικότητα, ανοίγουν πρωτότυπους δρόμους στη φιλοσοφική σκέψη και στην ποιητική πράξη.
απόσπασμα από το πιο πάνω δημοσιεύσαμε και εδώ: Ύμνοι στη νύχτα