Ρολάν Μπαρτ: Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου
Όλα αυτά τα “σ’ αγαπώ” “κι εγώ” που ειπώθηκαν ή δεν ειπώθηκαν, που υπονοήθηκαν ή όχι, που απαξιώθηκαν ή όχι, που έμειναν μετέωρα σε μισάνοιχτα χείλη πόσο φροντίσαμε να τα “ερμηνεύσουμε”, να δούμε μέσα μας πόσα πραγματικά σημαίνουν, τι μας γεννούν και τι μας “κλέβουν”; Κι η θανατηφόρα “εκλογίκευσή” τους, πού τελικώς μας οδήγησε; Μέχρι το θάνατό μου θ’ αναρωτιέμαι και θα σκάβω.
Για πολύ καιρό μετά από τον κατευνασμό τής ερωτικής σχέσης, διατηρώ τη συνήθεια να παραισθάνομαι το πλάσμα πού αγάπησα: μερικές φορές νιώθω και πάλι άγχος για ένα τηλεφώνημα πού καθυστερεί και, σε κάθε απρόσκλητο τηλεφωνικό συνομιλητή, νομίζω πώς αναγνωρίζω τή φωνή που αγαπούσα: είμαι ένας ακρωτηριασμένος πού εξακολουθεί να τού πονά το κομμένο του πόδι.
«Είμαι ερωτευμένος;» -Ναι, αφού περιμένω». Ο άλλος δεν περιμένει ποτέ. Μερικές φορές θέλω να υποδυθώ αυτόν πού δεν περιμένει· επιχειρώ να απασχοληθώ κάπου αλλού, να φτάσω καθυστερημένος. Μα στο παιχνίδι αυτό βγαίνω μονίμως χαμένος. Ότι κι αν κάνω, στο τέλος αποδείχνομαι και πάλι αναπασχόλητος, συνεπής στο ραντεβού –και μάλιστα πριν από την καθορισμένη ώρα. Η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου δεν είναι άλλη απ’ αυτήν: είμαι αυτός που περιμένει.
Κι όλα αυτά τα “σ’ αγαπώ” “κι εγώ” που ειπώθηκαν ή δεν ειπώθηκαν, που υπονοήθηκαν ή όχι, που απαξιώθηκαν ή όχι, που έμειναν μετέωρα σε μισάνοιχτα χείλη πόσο φροντίσαμε να τα “ερμηνεύσουμε”, να δούμε μέσα μας πόσα πραγματικά σημαίνουν, τι μας γεννούν και τι μας “κλέβουν”; Κι η θανατηφόρα “εκλογίκευσή” τους, πού τελικώς μας οδήγησε; Μέχρι το θάνατό μου θ’ αναρωτιέμαι και θα σκάβω.
Η συντήρηση
ΔΗΛΩΣΗ. Η ροπή του ερωτευμένου υποκειμένου να τροφοδοτεί πλουσιοπάροχα, με συγκρατημένη συγκίνηση, το αγαπημένο πλάσμα με τον έρωτά του, με τον εαυτό του άλλου, με τον δικό του εαυτό, με τον δικό τους εαυτό: η δήλωση δεν αφορά στην ερωτική εξομολόγηση αλλά στην επάπειρον σχολιαζόμενη μορφή της ερωτικής σχέσης.
- Η γλώσσα μου είναι ένα δέρμα. Τρίβω τη γλώσσα μου πάνω στον άλλον: σάμπως να είχα λέξεις στη θέση των δαχτύλων η δάχτυλα στις άκρες των λέξεών μου. Η γλώσσα μου τρέμει από πόθο. Η ταραχή πηγάζει από μια διπλή επαφή: αφενός, μια ολόκληρη φραστική δραστηριότητα καταδείχνει έμμεσα και διακριτικά ένα και μοναδικό σημαινόμενο, το «σε ποθώ», που το αποδεσμεύει, το τροφοδοτεί, το υποδιαιρεί, το κάνει να εκρήγνυται (η γλώσσα ηδονίζεται με την αφή του εαυτού της)∙ αφετέρου, τυλίγω τον άλλον μέσα στις λέξεις μου, τον χαϊδεύω, τον ψηλαφώ, συντηρώ την ψηλάφηση, ξοδεύομαι προσπαθώντας να εξασφαλίσω τη διάρκεια αυτού του σχολιασμού στον οποίον υποβάλλω τη σχέση.
(Μιλώ ερωτικά, σημαίνει: δαπανώ ατέρμονα, χωρίς να διέρχομαι καμιά κρίση. Σημαίνει: επιδίδομαι σε μια σχέση χωρίς οργασμό. Υπάρχει ίσως μια λογοτεχνική φόρμα που αντιστοιχεί σ’ αυτό το coϊtus reservatus: είναι το μαριβοντάζ*).
- Η σχολαστική παρόρμηση μετατοπίζεται, παίρνει το δρόμο των υποκαταστάσεων. Αρχικά, μακρηγορώ περί της σχέσεως για το χατήρι του άλλου. Πιθανόν, όμως, να κάνω το ίδιο μπροστά και σε κάποιο έμπιστο πρόσωπο: περνώ έτσι από το εσύ στο αυτός. Κι έπειτα, από το αυτός περνώ στο αόριστο τις: επεξεργάζομαι έναν αφηρημένο λόγο περί έρωτος, μια φιλοσοφία του πράγματος που, σε τελευταία ανάλυση, θα μπορούσες να την πεις γενικευμένη τερατολογία. Κι αν από δω κάνουμε την αντίστροφη πορεία, θα φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι κάθε πρόταση με αντικείμενο τον έρωτα (άσχετα με το πώς μοιάζει ξεκομμένη) περιέχει μοιραία μια κρυφή προσφώνηση (απευθύνομαι σε κάποιον που εσείς μεν δεν τον ξέρετε, αλλά αυτός βρίσκεται εδώ, στην άκρη των αποφθεγμάτων μου). Ίσως η προσφώνηση αυτή να υπάρχει και στο Συμπόσιο: πρέπει να είναι ο Αγάθων, που ο Αλκιβιάδης τον εγκαλεί και τον ποθεί, ενώ παραδίπλα ένας ψυχαναλυτής ακροάται – ο Σωκράτης.
(Η ατοπία του έρωτα, το ιδιαίτερο, δηλαδή, χαρακτηριστικό του που τον κάνει να εκφέυγει απ’ όλες τις περί αυτού διατριβές, έγκειται μάλλον στο ότι, δεν είναι δυνατό να μιλήσεις γι’ αυτόν παρά μόνο σύμφωνα μ’ ένα αυστηρό προσφωνητικό καθορισμό. Και τούτο ισχύει τελεσίδικα. Στο λόγο περί έρωτος, άσχετα με την ειδολογική του υπόσταση -φιλοσοφικός, γνωμικός, λυρικός ή μυθιστορηματικός- υπάρχει πάντα ένα πρόσωπο στο οποίο απευθύνεσαι, έστω κι αν αυτό έχει περιέλθει σε κατάσταση φαντάσματος ή αναμενόμενου πλάσματος. Κανείς δεν έχει όρεξη να μιλήσει για τον έρωτα σαν δεν υπάρχει κάποιος για τον οποίο να το κάνει).
* Marivaudage: σύμφωνα με το στιλ του Γάλλου συγγραφέα του 18ου αιώνα. Marivaux: ύφος επιτηδευμένο, λόγος εξεζητημένος, όλο λεπτότητα και ευγένεια.
Απόσπασμα από “Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου”, του Ρολάν Μπαρτ, μετάφραση Βασίλης Παπαβασιλείου, εκδόσεις Κέδρος.