Aπαγορευμένος Καβάφης
Χωράει o απαγορευμένος έρωτας σε δυό στιχάκια;
Η ένοχη, απαγορευμένη ηδονή;
Η μνήμη; Η αναβίωση; Τα χρώματα της παρακμής;
Πόσες γκριζοπράσινες εικόνες ενός άθλιου κόσμου, ενός κόσμου ντροπής, μουχλιασμένου και ροδαλού μαζί χωράνε σε λίγα λόγια; Πόση ενοχή; Αλλά και πόση μέθη; Αυτή είναι η ποίηση. Η μετάπλαση των λέξεων σε ζωγραφικούς πίνακες ψυχών.
«Μια Νύχτα»…
Μια κακόφημη συνοικία, ένας βρώμικος δρόμος και στο πλάι ένα στενό σοκάκι. Στενό για να μη φαίνονται τα μυστικά. Κανένας «καθώς πρέπει» δεν το πλησιάζει και αν ναι, τότε έχει το σκοπό του. Θέλει να κρυφτεί και αυτός. Αν βρεθείς εκεί δεν θα ήθελες να σε δει κανένα μάτι… Αλλά γιατί να βρεθείς, αν δεν κρύβεις ένοχα μυστικά;
Εργάτες, ρέμπελοι, ρεμάλια, χαρτοπαίκτες, μέθυσοι, ύποπτοι τύποι, σωματέμποροι, λαθρέμποροι, στο καταγώγιο-ταβέρνα. Πίνουνε, παίζουνε χαρτιά, πλακώνονται στο ξύλο, φωνάζουν, γελάνε… Κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε περίεργη φάτσα, εκεί μαζεύεται.
Αλλά για κάποιους , αυτές οι φωνές,οι φωνές τους, είναι καλές, χρήσιμες. Είναι επιθυμητές … Σκεπάζουν αναστεναγμούς και βογγητά, που μπορεί να ξεφύγουν από πάνω…
Από πάνω; Κάμαρα. Μια κάμαρα τόσο άδεια , που η ίδια της η μούχλα φωνάζει ότι είναι χώρος εκτόνωσης ερωτικών παθών, άνομων, ανήκουστων, ανομολόγητων.
Ένα κρεβάτι που ο σουμιές του έχει λυγίσει…
Καταφύγιο σαρκικού έρωτα. Φτηνό, κρυφό και βρωμερό. Υγρασία τρεχάμενη σαν ένοχος ιδρώτας. Υφέρποντα πάθη.
Το ρυπαρό σκηνικό ταυτίζεται με το αίσθημα του απαγορευμένου και του πρόστυχου που διακατέχει αυτόν που διαβαίνει το κατώφλι, οδηγημένος από ένα ασυγκράτητο και αμείλικτο πάθος. Ένα άρρητο και ανομολόγητο πάθος.
Η ερωτική κραιπάλη δεν περιγράφεται στο ποίημα, αλλά μήπως η θύμησή της σε δυο στίχους είναι κάτι παραπάνω; Μήπως από την μη περιγραφή αναβλύζει καταπιεσμένο πάθος και περισσεύει ιδρώτας, μέθη, ικανοποίηση, θύμησες;
Αλλά αυτός είναι ο ποιητής. Παίρνει αφιλτράριστες εικόνες σκάνδαλο και τους προσδίδει το είναι του. Και συ που τον διαβάζεις , αναγνωρίζεις το χάρισμά του να αναγάγει σε τέχνη τα πάθη του, να μετατρέπει το κρυφό, το κατακριτέο σε ποίηση.
Κωνσταντίνου Καβάφη
Μια Νύχτα
(Ανήκει στα αναγνωρισμένα ποιήματα του Κ. Καβάφη).
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)