«Το παράδοξο του έρωτα», Πασκάλ Μπρυκνέρ
Δεν έχουμε βρει τη λύση στα βάσανα του έρωτα. Το μόνο που έχουμε καταφέρει είναι να πολλαπλασιάζουμε τα παράδοξά του: «Το “σ’ αγαπώ” μπορεί να ακουστεί σαν παράκληση, σαν συμβόλαιο, σαν εκπόρθηση του άλλου, σαν χρέος. Αυτή η διατύπωση που μου καίει τα χείλη σημαίνει αρχικά την αναγνώριση μιας “τρέλας”. Γιορτάζω τον πυρετό που μου προκαλεί ο άλλος και διαμαρτύρομαι εναντίον της αταξίας που με βυθίζει. Από την παρουσία του και μόνο, ένας ξένος σπάζει τη ζωή μου στα δύο και θα ήθελα να ξαναβρώ την ισορροπία μου χωρίς να τον χάσω. Η ερωτική σύγκρουση είναι μια άγρια καταιγίδα στην ηρεμία της ύπαρξης: είναι πόνος και απόλαυση, θύελλα και καταφύγιο, έγκαυμα και άρωμα. Πώς να τιθασεύσουμε αυτό τον άλλο που μας προκαλεί σύγχυση και μας κεραυνοβολεί, θαρρείς, από ψηλά; Με μια ομολογία που θα είναι συγχρόνως ικεσία και ανάκριση». Πώς ένα συναίσθημα που έχει ως μοναδικό σκοπό τη συνένωση, μπορεί να συμφιλιωθεί με την ελευθερία που επιδιώκει την αποδέσμευση;
Ο έρωτας δεν είναι ελεύθερος παρά μόνο σε κοινωνίες ελεύθερων ατόμων. Ωστόσο, καταλήγουμε σε λογικό αδιέξοδο: η ελευθερία μπορεί να σημαίνει ανεξαρτησία (δηλαδή μη υποταγή σε εξουσίες), διαθεσιμότητα (προθυμία για εμπειρίες), κυριαρχία (επιβολή των επιθυμιών στους άλλους), υπευθυνότητα (ανάληψη των συνεπειών των πράξεών μας). Τρεις από τις τέσσερις αυτές συνθήκες αντιβαίνουν στο είδος της σχέσης που συνεπάγεται η ζωή ενός ζευγαριού. Σήμερα υποβαλλόμαστε -άνδρες και γυναίκες- σε μια αντιφατική απαίτηση: στο να αγαπάμε με πάθος και, αν είναι δυνατόν, να μας αγαπάνε εξίσου, διατηρώντας ταυτόχρονα την αυτονομία μας, να περιβάλλουμε ο ένας τον άλλο χωρίς δεσμεύσεις, με την ελπίδα ότι το ζευγάρι θα διαθέτει αρκετή ευελιξία ώστε να εξασφαλίσει αρμονική συνύπαρξη.
Ο έρωτας δεν πάσχει από καμιά αρρώστια, είναι ολόκληρος, όπως πρέπει, με τις αβύσσους και τη λαμπρότητά του .
Δεν μπορούμε να τον σώσουμε από τα τραύματά του κι από τους αποκλεισμούς του: είναι μπερδεμένος, φτιαγμένος από χρυσάφι και λάσπη, από μια διφορούμενη μαγεία. Αν καταργηθεί το διφορούμενο, θα χαθεί η μαγεία. Πρέπει να κρατήσουμε απ’ αυτόν τα καλύτερα στοιχεία του, τη ζωτικότητα, τη δύναμη να δημιουργεί δεσμούς, τη διονυσιακή του κλίση για τη ζωή, ταυτόχρονα υπέροχη και επώδυνη.
Φτάνοντας σε προχωρημένη ηλικία υποπτευόμαστε ίσως ότι κάτι δεν κάναμε σωστά. Δεν βρήκαμε τα σωστά λόγια για ένα φίλο που μας είχε ανάγκη, για το παιδί που αναλάβαμε, εγκαταλείψαμε ανθρώπους και πληγώσαμε τους αγαπημένους μας. Φερθήκαμε με δειλία και μικροψυχία, αλλά καμιά φορά και με ευγένεια και γενναιοδωρία. Τέτοια είναι η αφθονία της καρδιάς, μέσα στη μικρότητα είναι ικανή να μας βελτιώνει, να μας κάνει να υπερβούμε τον εαυτό μας.
Σε όλους όσοι φοβούνται την απογοήτευση και το χλευασμό πρέπει να επαναλάβουμε: μην ντρέπεστε για τις αντιφάσεις σας ή για αυτό που είστε – αφελείς, σαχλορομαντικοί, πιστοί ή άστατοι. Μην αφήνετε τους άλλους να σας εκφοβίζουν! Δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος για τη χαρά. Αγαπάμε όπως και όσο μπορούμε ως ατελή όντα που είμαστε.