Ως πότε θα περιμένεις…

Διαβάζονται

Ως πότε θα περιμένεις…

Είναι φορές που θέλεις πολύ να μιλήσεις σε κάποιον. Πιάνεις το κινητό και ελέγχεις ένα ένα τα ονόματα στον κατάλογο. Δε σε καλύπτει κανένα. Το chat στο facebook δεν αρκεί. Ξαφνικά η σιωπή γίνεται εντονότερη στο δωμάτιο, τα βράδια πιο μεγάλα. Θέλεις να μιλήσεις αλλά δεν ξέρεις ούτε γιατί ούτε σε ποιον.

Τα άσκοπα ξενύχτια δεν καλύπτουν την ανάγκη σου για επικοινωνία. Εύχεσαι να υπήρχε απλά κάποιος. Όχι κάποιος που γνωρίζεις ήδη. Θέλεις να δείτε μαζί την ταινία, να ακούσετε μαζί τον δίσκο. Να μοιραστείτε την σιωπή. Σου λείπει, σωστά; Όμως πως γίνεται να σου λείπει κάποιος που δεν γνωρίζεις;

Μήπως είναι η αίσθηση αυτή που σου λείπει. Η αίσθηση του να μοιράζεσαι. Ένα αστείο, μια αγκαλιά, μια καλημέρα το πρωί. Τα βαρετά μεσημέρια της Κυριακής. Και περιμένεις. Ελπίζεις πως κάποια μέρα θα φανεί. Τα βλέμματα σας θα συναντηθούν και με κάποιο μαγικό τρόπο όλα θα είναι λίγο καλύτερα. Η ανάγκη να μιλήσεις γίνεται πιο έντονη και όσο δεν καλύπτεται διογκώνεται.

Λυπάσαι, εσένα, εμένα, τους άλλους, όλους. Ακούς τραγούδια μελαγχολικά. Άλλες φορές απλά δεν αντέχεις κανέναν. Κλείνεσαι στον δικό σου μικρόκοσμο, με τις σκέψεις σου.
Ψιθυρίζεις στον εαυτό σου λόγια παρηγοριάς. Λόγια που θα ήθελες να ακούσεις από ξένα χείλη. Δεν έχει σημασία αν είναι αληθινά λες. Σου αρκεί να ακουστούν. Έτσι και αλλιώς τα περισσότερα είναι ψεύτικα σε τούτον τον κόσμο. Τα αληθινά λόγια δεν αποκτούν ποτέ ήχο. Μόνο χρώμα.

Κλείνεις τα μάτια και περιμένεις. Περιμένεις. Τι; Ούτε εσύ δεν γνωρίζεις. Μόνο ξέρεις ότι δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν το έχεις αισθανθεί, δεν το έχεις γευτεί. Ένα όμορφο τραγούδι μπορεί να σε κάνει να δακρύσεις.
Σκέφτεσαι πότε. Πότε. Ως πότε θα περιμένεις. Μερικές φορές σε καλύπτει το πέπλο αγαπημένων φίλων και ξεχνιέσαι. Δεν μπορεί να διαρκέσει αρκετά όμως. Και έρχονται τα θέλω σου να πολεμήσουν τα όσα έχεις. Άνιση μάχη. Πάντα. Και φοβάσαι.

Ο φόβος διώχνει μακριά τον ύπνο. Την ελπίδα. Μεγαλώνει τον πόνο. Ανοίγεις το ράδιο για να ακουστεί μια φωνή μέσα στο δωμάτιο. Η τηλεόραση στο αθόρυβο. Οι εικόνες της παίζουν με το φως και τις σκιές στον τοίχο. Τον τοίχο που ξέρει. Που έχει δει. Που καταλαβαίνει. Νιώθει. Αλλά είναι παγωμένος. Σαν και εσένα. Μέσα σου.

Έξω φυσάει. Ακούς τον ψίθυρο των φύλλων καθώς τα διαπερνάει ο ψυχρός αέρας. Χορεύουν στον ρυθμό του παρά την θέληση τους. Φυσάς, ξεφυσάς. Περιμένεις. Υπομένεις. Χαζεύεις το ταβάνι. Εικόνες το ζωγραφίζουν. Οικίες ή όχι, μικρή σημασία. Σηκώνεσαι. Κάνεις μια βόλτα στο έρημο σπίτι. Δεν σε χωράει. Βγαίνεις να περπατήσεις. Ένας αδέσποτος σκύλος σε ακολουθεί. Όσο παράξενο και αν σου φαίνεται αναζητάτε το ίδιο πράγμα. Λίγη συντροφιά. Δεν του δίνεις σημασία. Η θάλασσα είναι κοντά. Την νιώθεις. Την μυρίζεις στον αέρα. Σε λίγο θα ακούσεις να σκάει και η άκρη της στις πέτρες. Απότομα αλλάζεις πορεία. Δεν έχεις άλλη διάθεση για βόλτες. Γυρίζεις γρήγορα σπίτι. Ο σκύλος μελαγχολικός σε κοιτάει να χάνεσαι στο σκοτάδι. Ξαπλώνεις και πάλι. Απέξω ακούγονται τα γοργά βήματα ενός περαστικού. Έτσι είναι και οι άνθρωποι στις ζωές μας. Περαστικοί και βιαστικοί.

Υπάρχουν και αυτοί που δεν μπορείς να προσδιορίσεις τον ρόλο τους στη ζωή σου. Απλά μπαινοβγαίνουν σε αυτή, σαν απλοί θεατές. Αλλά την επηρεάζουν έτσι και αλλιώς. Ίσως πιο πολύ από τους υπόλοιπους. Τους σταθερούς.

Η νύχτα κυλάει και εσύ εκεί. Να σκέφτεσαι. Αλλάζουν οι ρόλοι των ανθρώπων δίπλα μας. Όπως αλλάζει και ο δικός μας απέναντι τους. Δεν υπάρχει μια σταθερά η οποία μπορείς να βασιστείς. Είναι ρίσκο. Κάθε φορά μεγαλύτερο. Πιο επικίνδυνο. Ορισμένες φορές θέλεις να το πάρεις. Άλλες πάλι δεν αντέχεις. Έξω αρχίζει δειλά να χαράζει. Ξαπλωμένος κλείνεις τα μάτια και περιμένεις. Κάποια στιγμή κοιμάσαι. Ένας ύπνος ανήσυχος. Ξυπνάς, κοιμάσαι. Ξανά και ξανά. Ώσπου δεν ξεχωρίζεις πια. Είσαι ξύπνιος ή όχι; Κυλούν αργά οι ώρες. Αποφασίζεις να σηκωθείς.

Άλλη μια μέρα σκέφτεσαι. Όλα ίδια και όλα διαφορετικά. Βάζεις καφέ στην αγαπημένη σου κούπα. Κάθεσαι στο παράθυρο και χαζεύεις έξω. Ο σκύλος δεν είναι πια εδώ. Μάλλον θα βρήκε αλλού παρηγοριά. Ο καφές τελειώνει και εσύ ακόμη εκεί. Πιάνεις το κινητό και καλείς τυχαία το πρώτο όνομα που θα βρεις. Απλά να μιλήσεις σε κάποιον. Όποιον να ‘ναι. Χτυπάει, χτυπάει. Δεν απαντάει κανείς. Δεν πειράζει σκέφτεσαι. Άλλη φορά. Όχι. Πειράζει. Σηκώνεσαι με φόρα. Βαδίζεις νευρικά μέσα στο δωμάτιο. Πάνω κάτω. Ξαφνικά την σιωπή σπάει ο ήχος του κινητού. Επιτέλους. Χαμογελάς. Την ξεγέλασες την μοναξιά. Έστω προσωρινά. Για σήμερα. Αύριο βλέπουμε.

«Την ξεγέλασες την μοναξιά;» Σταυρούλα Αλατσά πηγή anemosmagazine.gr

Περισσότερα άρθρα

ΝΕΑ

Δημοφιλή