Να παίζεις, μην το ξεχνάς, να παίζεις

Διαβάζονται

Ήταν την προηγούμενη χιλιετία που έδωσα κάποια διηγήματα σε μια φίλη.

Είναι παράξενα, μου είπε όταν τα διάβασε. Κάπως… φορτωμένα.
Παλεύω με τις λέξεις, της απάντησα.
Μάλλον πρέπει να σταματήσεις να παλεύεις.
Και πώς θα γίνει; Τι να κάνω δηλαδή;
Να παίζεις.

Να παίζεις. Κόντεψα να φτάσω στα σαράντα, μετά από χιλιάδες σελίδες πάλης, για να καταλάβω τα λόγια της.

Ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου είμαστε αναγκασμένοι να συμμετέχουμε σ’ έναν διαρκή αγώνα πάλης. Ακόμα κι αν καταφέρεις να σβήσεις απ’ το μυαλό σου όλους τους ανθρώπους που δολοφονούνται, λες και δεν υπάρχουν, ακόμα κι αν μείνεις μόνος σου μέσα στην ιδιωτική σου σαπουνόφουσκα, ακόμα και τότε, παλεύεις.

Μοιάζει λες κι αυτός ο κόσμος, ο ανθρώπινος, να έχει φτιαχτεί για να σταματήσει το παιχνίδι.

Αποτελεσματικότητα, επιτυχία, κέρδος, ανταγωνιστικότητα, εξετάσεις, άγχος, μεροκάματο, «πενήντα ώρες τη βδομάδα για δυο πιάτα φασολάδα λαδερή», ανασφάλεια, ανεργία, φόροι, περισσότεροι φόροι, ενοχές, κατάθλιψη, χαμόγελα lexotanil, θάνατος.

Γιορτές, τραπέζι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, διακοπές τον Αύγουστο, διαδήλωση τον Νοέμβρη, έξοδος το Σάββατο, σεξ στις 12 του μήνα, «κι ο μπόμπιρας στο λούνα παρκ την Κυριακή».

Όλα σύμφωνα με το πρόγραμμα.

Ακόμα και τα παιδιά εκπαιδεύονται σαν αυτόματα, από δύο χρονών οκτάωρο στους παιδικούς σταθμούς.

Βαράμε κάρτα απ’ τα γεννοφάσκια μέχρι τα σάβανα.

Κι έπειτα πιάνεις το στυλό, την κιθάρα, το πινέλο, την κάμερα, τον πηλό, ακόμα και την μπάλα, και παλεύεις, έτσι όπως έμαθες.
Να κάνεις τι;
Να νικήσεις ποιον;

Δεν παίζουμε για να νικήσουμε. Παίζουμε για να ζήσουμε.

Γαμώτο, λοχία. Δεν υπάρχουμε για να τρώμε και να αφοδεύουμε, να διατάζουμε και να υπακούουμε, να εργαζόμαστε και να ξοδεύουμε, να γεννάμε και να πεθαίνουμε.

Τα κουτάβια συνέχεια παίζουν, μου είπε ο Τηλέμαχος.
Γιατί έτσι μαθαίνουν, του απάντησα ψάχνοντας για παρκάρισμα.
Διασκεδάζουν, είπε ο Τηλέμαχος.
Τι λες; (εκνευρισμένος, μισή ώρα γυρνάω το τετράγωνο)
Διασκεδάζουν. Γι” αυτό παίζουν.

Πάτησα φρένο. Είχε δίκιο. Τα κουτάβια, τα γατάκια, τα παιδιά, δεν παίζουν επειδή έτσι μαθαίνουν. Παίζουν επειδή είναι διασκεδαστικό. Κι επειδή δεν χρειάζεται να γυρνάνε μισή ώρα το τετράγωνο για να βρουν που θα παρκάρουν.

Ο Όλιβερ Χολμς είχε πει:
«Οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουν επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουν.»

Ωραία φράση, αλλά μάλλον οι άνθρωποι γερνάνε και δεν μπορούν να παίξουν όταν τρέχουν όλη μέρα, όταν πρέπει να κερδίσουν αρκετά λεφτά για να πληρώσουν τους λογαριασμούς, τους φόρους και τον λογιστή και να τους μείνει και για δυο πιάτα φασολάδα λαδερή.

Και το χειρότερο απ” όλα είναι αυτό που παθαίνουμε, η αδράνεια της ύλης, η κεκτημένη ταχύτητα, η βαρύτητα της συνήθειας: Ακόμα κι όταν πάμε να παίξουμε κάνουμε πόλεμο.

Με τους διπλανούς μας, με τον εαυτό μας, με το χρόνο, με το θάνατο.

Αντί να ερωτευτούμε προσπαθούμε να εντυπωσιάσουμε, αντί ν’ αγαπήσουμε προσπαθούμε να εξουσιάσουμε, αντί να κάνουμε έρωτα προσπαθούμε να επηδήξουμε, αντί να παίξουμε προσπαθούμε να επιβληθούμε.

Πάση θυσία νικητές, σ’ ένα χαμένο παιχνίδι, αφού η αγωνία για το αποτέλεσμα, για τις εντυπώσεις, για τις φιλοφρονήσεις, για τα like, μας τρώει την ψυχή, καταστρέφει το παιχνίδι, σαν να γυρνάς αέναα γύρω απ” το τετράγωνο, ψάχνοντας όλη σου τη ζωή για παρκάρισμα, ενώ θα μπορούσες να ταξιδέψεις, να χαθείς.

Να παίζεις. Να ταξιδεύεις. Να χάνεσαι. Να ζεις.

Γαμώτο, λοχία. Ζούμε μέσα στα κλουβιά μας και πρέπει να πληρώνουμε κι ΕΝΦΙΑ γι’ αυτά. Μη μου ζητάς να τ’ αγαπήσω.

Αγαπάω τη βροχή και τα μακριά μαλλιά του Τηλέμαχου. Αγαπάω τη νύχτα και το χαμόγελο της, όταν προχωράει με τα εσώρουχα στο διάδρομο και γυρνάει για λίγο το κεφάλι, μόνο για να μου πει να την ακολουθήσω ως εκεί όπου ακτινοβολούν τα κεριά.

πηγή

Περισσότερα άρθρα

ΝΕΑ

Δημοφιλή