Μίλαν Κούντερα,
Το βαλς του αποχαιρετισμού
Ο Κούντερα είναι αμφίσημος, απόκρυφος, ενίοτε είρωνας και βέβαια εχθρός του ρομαντικού συναισθηματισμού.
…….Και δω, πέρασε απ’ το μυαλό του μια ανάμνηση σαν αστραπή: Θα ήταν περίπου δέκα χρονώ όταν έμαθε πώς γεννιέται το παιδί και από τότε η ιδέα αυτή τον καταδίωκε τόσο περισσότερο όσο με το κύλημα του χρόνου γνώριζε με πιο πολλές λεπτομέρειες τη συγκεκριμένη ύλη του γυναικείου οργανισμού.
Στη συνέχεια, φανταζόταν συχνά τη γέννησή του∙ φανταζόταν το σωματάκι του να περνάει εκείνο το στενό υγρό τούνελ, να ’χει γεμάτη τη μύτη και το στόμα από κείνη την παράξενη βλέννα, να ’ναι μ’ αυτήν ολόκληρος πασαλειμμένος και στιγματισμένος.
Ναι, αυτή η γυναικεία βλέννα τον στιγμάτισε για να μπορεί μετά να ασκεί επάνω του τη μυστική της δύναμη σε όλη του τη ζωή, για να ’χει το δικαίωμα οποτεδήποτε να τον καλεί κοντά της και να δίνει εντολές στον ιδιόρρυθμο μηχανισμό του σώματός του.
Για όλ’ αυτά ένιωθε πάντα αποστροφή κι άντεχε σε τούτη τη δουλεία τουλάχιστον με το να μη δίνει την ψυχή του στις γυναίκες, με το να προστατεύει την ελευθερία του και τη μοναξιά του, με το να παραχωρεί στην εξουσία της βλέννας περιορισμένες μόνον ώρες της ζωής του. Και ίσως γι’ αυτό άλλωστε ν’ αγαπούσε τόσο πολύ την Όλγα, επειδή την έβλεπε εντελώς πέρα απ’ τα σύνορα του σεξ και ήταν βέβαιος πως ποτέ δεν θα του θυμίσει με το σώμα της τον επαίσχυντο τρόπο της γέννησής του.
Έδιωξε με βία αυτές τις σκέψεις, γιατί στο μεταξύ η κατάσταση στον καναπέ εξελίχτηκε γρήγορα κι αυτός έπρεπε από στιγμή σε στιγμή να εισχωρήσει στο κορμί της, πράγμα που δεν ήθελε να το κάνει με κάποια σκέψη σιχασιάς. Είπε πως αυτή η γυναίκα που του δίνεται είναι ύπαρξη που της αφιερώνει τη μοναδική καθαρή αγάπη της ζωής του και πως θα κάνει τώρα έρωτα μαζί της μόνο και μόνο για να την κάνει ευτυχισμένη, να της δώσει χαρά και αυτοπεποίθηση.
Και ύστερα έμεινε κατάπληκτος με τον εαυτό του. Κουνιόταν πάνω της λες και λικνιζόταν πάνω στα κύματα της καλοσύνης. Ένιωθε καλά, ήταν ευτυχισμένος. Η ψυχή του επιδοκίμαζε ταπεινά τη δραστηριότητα του σώματος, λες και η σεξουαλική πράξη δεν ήταν παρά σωματική έκφραση της ευγενικής του αγάπης, το απόσταγμα των αισθημάτων για ένα κοντινό του πρόσωπο.
Δεν υπήρξε πια κανένα εμπόδιο, τίποτα δεν ηχούσε παράτονα. Κρατιόντουσαν σφιχταγκαλιασμένοι και οι ανάσες τους γίνονταν μία. Ήταν όμορφες κι ατέλειωτες στιγμές κι έπειτα η Όλγα του ψιθύρισε στ’ αυτί μια ασελγή λέξη. Του την ψιθύρισε μια φορά κι έπειτα ξανά και ξανά, ερεθισμένη η ίδια απ’ αυτήν τη λέξη. Και δω τα κύματα της καλοσύνης αμέσως τραβήχτηκαν κι ο Ιάκωβος με την κοπέλα βρέθηκε καταμεσής στην έρημο.
Όχι, άλλες φορές που έκανε έρωτα, δεν είχε τίποτα ενάντια στις ασελγείς λέξεις. Του ξυπνούσαν μέσα του φιληδονία και σκληρότητα. Οι γυναίκες γίνονταν έτσι ευχάριστα ξένες στην ψυχή του και ευχάριστα επιθυμητές στο κορμί του. Αλλά η ασελγής λέξη στο στόμα της Όλγας κατέστρεψε αμέσως τη γλυκιά αυταπάτη. Τον ξύπνησε από το όνειρο. Το σύννεφο της καλοσύνης διαλύθηκε και ξαφνικά είχε την Όλγα στην αγκαλιά του ίδια όπως πριν από λίγο την έβλεπε: με μεγάλο λουλούδι για κεφάλι που από κάτω του τρέμει ο λιγνός μίσχος του κορμιού.
Αυτή η συγκινητική ύπαρξη φερόταν προκλητικά σαν πόρνη, χωρίς να παύει να ’ναι συγκινητική∙ έτσι οι ασελγείς λέξεις ηχούσαν κωμικά και θλιμμένα. Αλλά ο Ιάκωβος ήξερε πως δεν πρέπει να της δώσει να καταλάβει κάτι, πως πρέπει ν’ αντέξει, πως πρέπει το πικρό ποτήρι της καλοσύνης να το πιει ακόμα κι ακόμα, γιατί αυτό το παράλογο αγκάλιασμα είναι η μόνη του καλή πράξη, η μόνη του απολύτρωση –ούτε στιγμή δεν έπαψε να σκέφτεται το δηλητήριο στην ξένη τσάντα– η μόνη του σωτηρία………
……… Άρχισε να νοσταλγεί όλες τις ευκαιρίες που έχασε, που κλότσησε, που απόφυγε, ακόμα κι εκείνες που ποτέ δεν της έτυχαν. Εκείνος ο άντρας της έλεγε πως όλη τη ζωή του την έζησε σαν τυφλός, χωρίς καν να διαισθανθεί πως υπάρχει ομορφιά. Τον καταλάβαινε. Αφού κι αυτή το ίδιο ήταν, κι αυτή έζησε σαν τυφλή. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο από ένα μόνο πρόσωπο φωτισμένο με το δυνατό προβολέα της ζήλιας. Τι θα γινόταν αν ξαφνικά αυτός ο προβολέας έπαυε να φωτίζει; Στο άπλετο φως της μέρας θα εμφανίζονταν χιλιάδες άλλα πρόσωπα και ο άντρας που της φαινόταν πρωτύτερα να είναι ο μοναδικός στον κόσμο, θα γινόταν ένας απ’ τους πολλούς.
Κρατούσε το τιμόνι, ένιωθε να ΄χει αυτοπεποίθηση και να ΄ναι όμορφη γυναίκα και στη συνέχεια σκέφτηκε: Είναι καθόλου αγάπη αυτό που την κρατάει κοντά στον Κλίμα ή μόνο φόβος μην τον χάσει; Κι αν αυτός ο φόβος ήταν στην αρχή μια αγχωτική φόρμα αγάπης, δεν εξατμίστηκε με τον καιρό —κουρασμένη κι εξαντλημένη— η αγάπη απ’ αυτή τη φόρμα; Δεν της έμεινε στο τέλος πια μόνο φόβος, σκέτος φόβος χωρίς αγάπη; Και τι θ” απομείνει αν χάσει αυτό το φόβο;
Ο τρομπετίστας δίπλα της χαμογέλασε πάλι ακατανόητα. Στράφηκε και τον κοίταξε κι είπε από μέσα της, πως έτσι και σταματήσει να ζηλεύει, δε θα μείνει τίποτα. Έτρεχε μπροστά με μεγάλη ταχύτητα και σκέφτηκε, πως κάπου πέρα στο δρόμο της ζωής υπάρχει κάποια χαραγμένη γραμμή που θα σημαίνει χωρισμό με τον τρομπετίστα. Και για πρώτη φορά ύστερα από μια τέτοια σκέψη δεν ένιωσε ανησυχία ή φόβο…
Μίλαν Κούντερα, Το βαλς του αποχαιρετισμού, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1984.