Τέσσερις διαφορετικοί συγγραφείς , σε διαφορετικές εποχές -4 παράθυρα.
Παράθυρα: το εύρος της πραγματικότητας είναι ακατανόητο, μου είπε κάποτε ένας γέρος σοφός σε μία μακρινή χώρα, για να το κατανοήσουμε πρέπει να το κλείσουμε σε ένα τετράγωνο, η γεωμετρία αντιτίθεται στο χάος, γι’ αυτό οι άνθρωποι εφηύραν τα παράθυρα που είναι γεωμετρία, και η κάθε γεωμετρία προϋποθέτει ορθές γωνίες.
Να είναι και η ζωή μας υποταγμένη στις ορθές γωνίες;
Ξέρεις, εκείνες οι δύσκολες διαδρομές, οι φτιαγμένες από κομμάτια, που όλοι εμείς πρέπει να διασχίσουμε απλώς για να φτάσουμε στο τέλος μας.
Ίσως, αλλά αν μια γυναίκα σαν κι εμένα σκέφτεται αυτά τα πράγματα από μια βεράντα ανοιχτή στο Αιγαίο, ένα βράδυ σαν κι αυτό, καταλαβαίνει πως όλα όσα σκεφτόμαστε, όσα ζούμε, όσα ζήσαμε, όσα φανταζόμαστε, όσα ποθούμε, δεν μπορούν να κυβερνώνται από γεωμετρίες.
Και ότι τα παράθυρα είναι μονάχα μια φοβισμένη γεωμετρική μορφή των ανθρώπων που φοβούνται το κυκλικό βλέμμα, στο οποίο όλα μπαίνουν χωρίς έννοια και χωρίς γιατρειά, όπως όταν ο Θαλής κοίταξε τα αστέρια που δεν χωράνε στο τετράγωνο του παραθύρου.
Αντόνιο Ταμπούκι (Antonio Tabucchi), Είναι αργά, όλο και πιο αργά, εκδ. Άγρα, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, πρώτη έκδοση: 2002
Σαρλ Μπωντλαίρ Τα Παράθυρα
Αυτός που απ’ έξω κοιτάζει μέσα σε ένα ανοιχτό παράθυρο δεν βλέπει ποτέ τόσα πράγματα όσα εκείνος που κοιτάζει ένα παράθυρο κλειστό. Δεν υπάρχει αντικείμενο πιο βαθύ, πιο μυστηριώδες, πιο γόνιμο, πιο σκοτεινό, πιο εκθαμβωτικό από ένα παράθυρο που το φωτίζει ένα κερί. Αυτό που μπορούμε να δούμε στο φως του ήλιου είναι πάντα λιγότερο ενδιαφέρον από αυτό που συμβαίνει πίσω από ένα τζάμι. Μέσα σε αυτή τη μαύρη ή φωτεινή τρύπα ζει η ζωή, ονειρεύεται η ζωή, υποφέρει η ζωή.
Πέρα από τις κυματιστές στέγες, διακρίνω μια γυναίκα ώριμη, ήδη ρυτιδωμένη, φτωχή, πάντα σκυμμένη σε κάτι, και η οποία δεν βγαίνει ποτέ. Με το πρόσωπό της, με το ρούχο της, με τη χειρονομία της, σχεδόν με τίποτα, ξανάφτιαξα την ιστορία αυτής της γυναίκας, ή μάλλον το θρύλο της, και καμιά φορά τον διηγούμαι στον εαυτό μου κλαίγοντας. Αν επρόκειτο για έναν φτωχό γέρο άντρα θα είχα ξαναφτιάξει τον δικό του με την ίδια άνεση.
Και πλαγιάζω περήφανος που υπέφερα μέσα σε άλλους και όχι στον εαυτό μου.
Θα μου πείτε ίσως: «Είσαι σίγουρος ότι αυτός ο θρύλος είναι ο αληθινός;»
Τι σημασία έχει ποια μπορεί να είναι η πραγματικότητα που βρίσκεται έξω από μένα, αν με βοήθησε να ζήσω, να αισθανθώ ότι υπάρχω και αυτό που είμαι;
Fernando Pessoa, Από τα Ασύνδετα Ποιήματα
Δεν αρκεί να ανοίξεις το παράθυρο
για να δεις τους αγρούς και το ποτάμι.
Δεν αρκεί να μην είσαι τυφλός
για να βλέπεις τα δέντρα και τα φυτά.
Πρέπει επίσης να μην έχεις φιλοσοφία καμία.
Με τη φιλοσοφία δεν υπάρχουν δέντρα: υπάρχουν
μόνο ιδέες.
Υπάρχει μόνο ο καθένας από μας, σαν ένα σπή-
λαιο.
Υπάρχει μόνο ένα κλειστό παράθυρο, κι όλος ο
κόσμος απ’ έξω.
Και το όνειρο αυτού που θα μπορούσες να δεις αν
άνοιγε το παράθυρο,
που δεν είναι ποτέ αυτό που βλέπουμε όταν ανοί-
γει το παράθυρο.
Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημείωση Μαρία Παπαδήμα, Αθήνα, Gutenberg, 2014, σ. 197.
Κική Δημουλά – Η εφηβεία της λήθης
Περιμένω λίγο
να σκουρύνουν οι διαφορές και τα’ αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μη σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειας μου
και το περιστρέφω. Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων, τα αστέρια. Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ’ ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει. το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ’ τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ’ άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.
Αν δεν υπήρχε η απόσταση
στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία.
Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
με την πληθυντική ανάγκη μας
μοιραία τότε θ’ αφομοίωναν
την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.
Βέβαια, αν δεν υπήρχε η απόσταση
δεν θα ’τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα ’ρχόταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυο βήματα θ’ απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τι η τόση περιπλάνηση. Χώρος
κενός υπάρχει. Εμείς θα κατεβαίνουμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.
Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα
πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη. Στερεώνω
με βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσεις
έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Όχι ακριβώς στερεώνω. Δουλικά περιστρέφομαι
γύρω από αυτούς τους κόλακες του χρόνου που
χάριν συντομίας τους ονόμασα μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη Ανεφοδιάζω διάττοντες
με παρατεταμένη εκμηδένιση. Επείγει.