Στη σιωπή της «μίας σάρκας»
Ο έρωτας σημαίνει πίστη, εμπιστοσύνη, αυτοπαράδοση. Είσαι μέσα στη σκοτεινιά ατέλειωτων αναπάντητων ερωτημάτων. Όμως εγκαταλείπεσαι στον πόθο, κι αυτός σε βεβαιώνει αν ο Άλλος ποθεί τον πόθο σου.
Και τότε έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα δίχως απάντηση. Τα σημαινόμενα λειτουργούν δίχως σημαίνοντα. Είναι μόνη η γλώσσα της αναφοράς, η γλώσσα του πόθου. Αυτή που μιλάει το βρέφος θηλάζοντας το στήθος της μάνας. Αυτή που μιλάνε οι ερωτευμένοι στη σιωπή της «μίας σάρκας».
Το σκοτάδι αυτών των ερωτημάτων είναι η φυσική απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό. Πάντα απέχει του Θεού, ού τόπω, αλλά φύσει. Είναι η φύση μας που μας αποκλείει από τις απαντήσεις αυτών των ερωτημάτων. Γι’ αυτό και το να αρνηθείς την ύπαρξη του Θεού, την αιωνιότητα του ανθρώπινου προσώπου, είναι μια φυσική στάση. Καταλαβαίνεται. Να μεταποιήσεις τη φυσική απόσταση σε προσωπική σχέση, είναι άθλημα αυτοπαραίτησης από τη φύση, είναι ο έρωτας.
Φύση και επέκεινα της φύσης. Το κοινό «υλικό» της ορμής, της απαίτησης του κορμιού, της σκοτεινής ανάγκης για βιολογική εκτόνωση. Επέκεινα, η ανερμήνευτη ανάδυση της κλήσης, το φως στο βλέμμα, στο χαμόγελο, στη χάρη της κίνησης, ο πόθος της παρουσίας, η έκπληξη της ετερότητας.
Αμφίβολα όρια φυσικής και μεταφυσικής, απρόσωπου και προσωπικού. Και κάπου εκεί ιχνηλατούνται τα προσωπικά και ουσιώδη, η επαλήθευση του πραγματικού, η ζωή και ο θάνατος. Πρωτότυπο του έρωτα στη ζωτική αποκάλυψη η Τριαδική πληρότητα της ζωής. Εκεί η «φύση» νοείται άκτιστη, εμπεριέχει η ίδια την υπαρκτική της αιτία. Και το θαμβωτικό στην αποκάλυψη: δεν αποδίδει στο άκτιστον της «φύσης» την όντως ζωή, αλλά στον προσωπικό τρόπο της υπάρξεως που υποστασιάζει τη φύση.
Δεν είναι από τη «φύση» δοσμένη και αναγκαστική η αθανασία των Προσώπων, δεν είναι ανελεύθερος φυσικός προκαθορισμός η όντως ζωή. Είναι η προσωπική ελευθερία που υποστασιάζει τη φύση ως ερωτική αυθυπέρβαση. Και είναι ο αδιάστατος έρωτας της προσωπικής κοινωνίας που συνιστά την όντως ζωή, αποκαλύπτει άκτιστη τη «φύση».
Όσο ο θάνατος δυναστεύει τη φύση, η φύση επιβιώνει με τη γενετήσια δύναμή της. Κι αυτό δε σημαίνει ότι αρκεί η αναστολή ή απουσία γενετήσιας ορμής για να νικηθεί ο θάνατος. Αλλά όταν νικηθεί ο θάνατος, τότε η μίξη των φύλων είναι πια περιττή.
Από το Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων του Χ. Γιανναρά – η εικόνα είναι έργο του Roberto Ferri