Τοπία επιθυμιών καταπίνουν κολάσεις δυαδικής μοναξιάς
Ο σκύλος ξεχασμένος δίχως φαΐ «εγώ να τα προφταίνω όλα». Αβάσταχτη κούραση δίχως λόγο γλυκό, χάδι η βλέμμα στοργής όλη μέρα. Έτσι, που η τρυφερότητα μοιάζει παράταιρη στο κρεβάτι, σχεδόν κωμική. Πρέπει να εκλιπαρήσεις, κι αυτό ταπεινώνει. Γενιές γενεών παραχωρούν τον έρωτα συγκαταβατικά, μια στιγμή ηδονής του κορμιού, τίποτε άλλο. Τελειώνουν, γυρίζουν την πλάτη κι αποκοιμιούνται. Θαμμένη ζωή, κάθε μέρα κύκλος τυφλός στο μαγγάνι.
Γη των ανθρώπων απρόσιτη στο λυρισμό του ταξιδιώτη. Τοπία επιθυμιών και καταπίνουν κολάσεις ασυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικής μοναξιάς. Ασύμπτωτες ευαισθησίες, ασυντόνιστοι πόθοι, ανυποχώρητες προτιμήσεις. Ίσως ντυμένα όλα την ψευδαίσθηση της ηρωικής ανοχής, της ενάρετης υπομονής, της ταπεινής καρτερίας. Ή όλα γυμνά και ξεσχισμένα στην έκρηξη της παραφοράς. Ποιος να συλλάβει σωστά τα φωτισμένα παράθυρα μέσα στη νύχτα: Σπιθοβόλημα ευτυχίας η έκρηξη αμάχης; Περισσεύει σε ξαγρύπνια η αμάχη.
Δεν λογαριάζει το τσακισμένο από την κούραση κορμί, την προχωρημένη νύχτα, αρκεί να ξεσχίζονται οι ψυχές, να ξεματώνουν. Το δίκιο μου και το δίκιο σου ασύμπτωτα, η εγωπάθεια σωστή παράνοια. Κάθε λόγος με τη δική του λογική, ανίκανος να γίνει διάλογος. Λογική παιδικών τραυμάτων, προδομένης εφηβείας, αποτυχημένης σχέσης με τη μάνα ή τον πατέρα.
Άγνωστο ποιόν πολεμάμε στο πρόσωπο του άλλου, πάντως όχι τον ίδιο. Μα πρέπει κάποιος, έξω από μας, να σαρκώνει τον απόκληρο εαυτό μας, τον υπεύθυνο για τις αποτυχίες μας, τους ανικανοποίητους πόθους μας. Ένωση σε σάρκα μία θα πει, ότι ο άλλος είναι σάρκα μας, δίχως να παύει να είναι άλλος. Σάρκα των απωθημένων μας στερήσεων, της δίψας για αναγνώριση, αυτονομία, εξασφάλιση. Γι᾽ αυτό και θέλουμε να ξεσκίσουμε αυτή τη δική μας «άλλη» σάρκα με θηριώδη μανία.
Γη των ανθρώπων, πάσα γη τάφος. Τάφος ονείρων, προσδοκιών, ελπίδων. Μάνα γη, μητέρα φύση, φύση θηριώδης στον πανικό της επιβίωσης, στην αντίστασή της να μην πεθάνει. Επενδύει στα όνειρα τις σπονδυλώσεις του εγώ, που σφαδάζει ανίκανο να αποτρέψει τον θάνατο. Στις ημερήσιες προσόψεις του βίου ντύνεται και η φύση μας την ευπρέπεια, να κερδίσει αναγνώριση, δεκανίκια επιβίωσης. Στα άδυτα της συμβίωσης τα προκαλύμματα σαρώνονται, η εγωπάθεια γυμνώνει προκλητική την παράνοια.
Γη των ανθρώπων πανοραμική της οδύνης. Πάντα φευγαλέες εικόνες, ριπές στο ταξίδι. Να γλυστράει το τρένο αδιάκριτα δίπλα σε μαυρισμένα μπαλκόνια, ρυπαρά οπίσθια πολυκατοικιών σε άθλιες παρυφές λαμπρών μεγαλουπόλεων. Φτωχικές μπουγάδες απλωμένες σε μια ύστατη έκκληση πάστρας. Φεγγίτες που ζέχνουν ταγκίλα, σιλουέτες φθαρμένων γυναικών πίσω από φτηνά κουρτινάκια. Το φόντο υποβάλλει ξέχειλες πλαδαρές σάρκες, στρεβλά μέλη, κακοβαμμένα μαλλιά. Με την κουτάλα στο χέρι η το ξεσκονόπανο, το τρανζίστορ να ουρλιάζει λαϊκό καημό, αυτές περιμένουν το βράδυ. Όλη μέρα, κάθε μέρα, περιμένουν το βράδυ. Να γυρίσουν οι άντρες από τη δουλειά η τον τζόγο, να σερβίρουν το φαγητό, να σπαράξουν την ανία της μέρας στον φτηνό καβγά. Να σβήσει κι ο καβγάς ανεπαίσθητα μπροστά στην τηλεόραση, να ξαπλώσουν μετά στο κρεβάτι για λίγη ηδονή του μαραμένου κορμιού, συμπλήρωμα της βρώσης και της πόσης. Όλα αποδεκτά, κι ο σπαραγμός κι η ηδονή μέσα στην ίδια πίκρα της ανέλπιδης βιοτής.
Γη των ανθρώπων το πολύμορφο δράμα. Η διαδρομή αμφιπρόσωπη, πλούτος και στέρηση οι παρόχθιες όψεις της ίδιας και μόνης ροής του θανάτου. Αντίπερα των παρυφών διασκοπούμενη θέα άπταιστων συνοικιών, κατοικίες θαμβωτικές, λαμπρές επαύλεις. Το φόντο υποβάλλει τώρα φίνο ζευγάρι, με τρόπους άψογης λεπτότητας, να εικονογραφείται στο τραπέζι του δείπνου.
…….Πάντως αυτονόητη η σκιά της απιστίας στη σχέση, ζωτική και πρέπουσα συνθήκη ισορροπίας. Σχοινοβατούν στην επίφαση κι η ανασφάλεια ροκανίζει βαθειά τις ψυχές. Μάσκες κατά περίπτωση, στις εξόδους, στο κρεβάτι, στις φιλικές συντροφιές. Τα νύχια κρυμμένα μέσα σε γάντια, τα κοφτερά δόντια πίσω από χαμόγελα.
Χρήστου Γιανναρά
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ Ἐκδόσεις Δόμος