Η ηδονή δε λέγεται, όμως ή ίδια μιλά και λέει: σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπώ. Το σχήμα δεν αναφέρεται στην ερωτική δήλωση, στην ομολογία, άλλα στην επαναλαμβανόμενη προφορά της ερωτικής κραυγής.
Σαν περάσει η πρώτη ομολογία, “σ’ αγαπώ” δε θα πει πια τίποτε. Είναι, απλώς, μια επανάληψη του παλαιού μηνύματος (που ίσως μάλιστα να μη διοχετεύτηκε μέσα από τις λέξεις αυτές), που γίνεται μ’ έναν τρόπο αινιγματικό γιατί φαντάζει τόσο κενός! …..Το αγαπώ δεν είναι απαρέμφατο (κι αν σχηματίζει τούτο οφείλεται μόνο σε μεταγλωσσικό τέχνημα): υποκείμενο και αντικείμενο συναρμόζονται μέσα στη λέξη τη στιγμή που την προφέρουμε….
Το σ’ αγαπώ δεν έχει χρήσεις. Η λέξη αυτή, όπως και οι λέξεις που προφέρει το παιδί, δεν υπόκειται σε κανένα κοινωνικό καταναγκασμό. Μπορεί να είναι μια λέξη θεσπέσια, επίσημη, ανάλαφρη, μπορεί όμως να είναι και μια λέξη ερωτική, πορνογραφική. Από κοινωνική άποψη πρόκειται για μια λέξη-μπαλαντέρ.
Το σ’ αγαπώ δεν έχει αποχρώσεις. Καταργεί τις εξηγήσεις, τις διευθετήσεις, τις βαθμίδες, τις λεπτολογίες. …
Το σ’ αγαπώ δεν έχει πέραν. Είναι η λέξη της δυάδας (μητρικής, ερωτικής), μέσα της, καμιά απόσταση, καμιά παραμόρφωση δεν έρχεται να χαράξει το σημείο- δεν είναι μεταφορά κανενός πράγματος.
Το σ’ αγαπώ δεν είναι φράση: δε μεταβιβάζει ένα νόημα, αλλά αγκιστρώνεται σε μια οριακή κατάσταση: “αυτήν όπου το υποκείμενο αιωρείται σε μια σχέση αντικατοπτρισμού με τον άλλο”. Είναι μια ολόφραση.
(Μόλο που λέγεται δισεκατομμύρια φορές, το σ’ αγαπώ κείται εκτός λεξικού· είναι ένα σχήμα λόγου που ο ορισμός του δεν μπορεί να υπερβεί την απλή τιτλοφόρηση.)
Η λέξη (ή φράση-λέξη) έχει νόημα μονό τη στιγμή που την ξεστομίζω. Δεν υπάρχει μέσα της άλλη πληροφορία πέρα απ’ αυτά που δηλώνει άμεσα: καμιά διαφύλαξη, καμιά αποθήκευση νοήματος. …. το σ’ αγαπώ είναι απερίσταλτο και απρόβλεπτο.
… Διέπουσα αρχή του (βάση για να το εκφράσουμε) θα ήταν μάλλον η Μουσική. Όπως ακριβώς στο τραγούδι, έτσι και στην προφορά του σ’ αγαπώ, ο πόθος ούτε απωθείται (όπως στο εκφερόμενο) ούτε αναγνωρίζεται (εκεί που δεν το περιμένεις, όπως στην εκφορά), αλλά απλώς γίνεται αντικείμενο ηδονής. Η ηδονή δε λέγεται, όμως η ίδια μιλά και λέει: σ’ αγαπώ.
…Η πραγματική απόρριψη περιέχεται στην απόκριση: “δεν υπάρχει απάντηση”. Καταργούμαι ανέκκλητα όταν απορρίπτομαι όχι μόνον ως αιτών αλλά και ως ομιλούν υποκείμενο (υπό την τελευταία ιδιότητα εξουσιάζω τουλάχιστον τους φραστικούς τύπους). Μου αρνούνται όχι την αίτησή μου, αλλά τη γλώσσα μου, τον έσχατο μυχό της ύπαρξής μου. …
Σ’ αγαπώ. – Κι εγώ.
Το κι εγώ δεν είναι εντελής απάντηση, γιατί το εντελές δεν μπορεί παρά να είναι τυπικό, κι εδώ ο τύπος είναι λειψός, με την έννοια ότι δεν επαναλαμβάνει κατά γράμμα την προφορά – και είναι ίδιον της προφοράς να υπάρχει κατά γράμμα. …
Το κι εγώ εγκαινιάζει μια μετάλλαξη: οι παλαιοί κανόνες καταρρέουν, τα πάντα είναι δυνατά – ακόμη κι αυτό: να αρνηθώ να σε κατέχω.
Κοντολογίς, πρόκειται για μια επανάσταση – που δεν απέχει, ίσως, από την πολιτική επανάσταση…
Κι αν το σ’ αγαπώ δεν το ερμήνευα; “Αν δεν έβλεπα την προφορά ως σύμπτωμα;
– Κακό δικό σας: δεν τονίσατε εκατό φορές το αφόρητο της ερωτικής δυστυχίας, την ανάγκη να ξεφύγεις απ’ αυτήν; Αν γυρεύετε τη “γιατρειά”, πρέπει να πιστεύετε στα συμπτώματα και ως ένα απ’ αυτά να θεωρήσετε και το σ’ αγαπώ. Πρέπει να ερμηνεύετε, πάει να πει, στο τέλος-τέλος, να υποτιμάτε.
….Το σ’ αγαπώ δεν είναι σύμπτωμα, είναι δράση. Προφέρω για να απαντήσεις – και η υπερακριβής μορφή (το γράμμα) της απάντησης θα αποκτήσει μια πρακτική αξία, σαν να πρόκειται για ένα φραστικό τύπο. Δεν αρκεί, λοιπόν, να μου αποκριθεί ο άλλος με ένα απλό, έστω και θετικό (“κι εγώ”) σημαινόμενο: το εγκαλούμενο υποκείμενο πρέπει να δεχτεί να διατυπώσει, να προφέρει το σ’ αγαπώ που του απευθύνω: Σ’ αγαπώ, λέει ο Πελλέας. – Κι εγώ σ’ αγαπώ, λέει η Μελισσάνθη. Ή επιτακτική παράκληση του Πελλέα (μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απάντηση της Μελισσάνθης υπήρξε ακριβώς αυτή που περίμενε, πράγμα πιθανό γιατί αμέσως μετά πεθαίνει) εκκινεί από την ανάγκη που νιώθει το ερωτευμένο υποκείμενο, όχι μόνο να το αγαπούν ανταποδοτικά, να το γνωρίζει, να είναι βέβαιο γι’ αυτό, κτλ. (όλες αυτές οι λειτουργίες δεν υπερβαίνουν το επίπεδο του σημαινόμενου), αλλά και ν’ ακούει να του το λένε μ’ έναν τρόπο εξίσου καταφατικό, πλήρη και αρθρωμένο με το δικό του: αυτό που θέλω είναι να δεχτώ στα ίσια, ολοκληρωτικά, κατά γράμμα, χωρίς διαφυγές, το φραστικό τύπο, το αρχέτυπο του ερωτόλογου: δεν υπάρχει συντακτική διαφυγή, ούτε παραλλαγή – οι δύο λέξεις συνεκφέρονται, συμπίπτοντας σημαίνον προς σημαίνον (το κι εγώ θα ήταν η τέλεια αντίθεση της ολόφρασης).
Αυτό που έχει σημασία είναι η φυσική, σωματική, χειλική προφορά της λέξης: άνοιξε τα χείλη σου κι άσ’ την να βγει (γίνου αισχρός). Αυτό που τρελά επιζητώ είναι ν’ αποκτήσω τη λέξη – τη μαγική, τη μυθική; Το Τέρας – μαγεμένο, πλην δέσμιο της ασχήμιας του -αγαπά την Ωραία. Η Ωραία, προφανώς, δεν αγαπά το Τέρας, αλλά, τελικά, νικημένη , του απευθύνει τη μαγική λέξη: “Σας αγαπώ, Τέρας”. Αμέσως, μέσα από την εξαίσια σχισμή ενός αρπισμού, εμφανίζεται ένα νέο υποκείμενο. …
Το σ’ αγαπώ είναι ενεργητικό. Επιβεβαιώνεται ως δύναμη έναντι άλλων δυνάμεων. Ποιών δυνάμεων; Χίλιες δυο δυνάμεις υπάρχουν στον κόσμο που είναι, όλες τους, δυνάμεις μειωτικές (η επιστήμη, η κοινή γνώμη [δόξα], η πραγματικότητα, η λογική, κλπ.). Ή ακόμη: έναντι του γλωσσικού οργάνου. Το αμήν κείται στο όριο του γλωσσικού οργάνου, δε μετέχει στο σύστημα του και του αφαιρεί τον “αντενεργό μανδύα” του. “Όμοια και η ερωτική προφορά (σ’ αγαπώ) στέκεται στο όριο της σύνταξης, προσδέχεται την ταυτολογία (σ’ αγαπώ θα πει σ’ αγαπώ), αποκλείει τη δουλικότητα της Φράσης (είναι απλά και μόνο μια ολόφραση).
Ως προφορά, το σ’ αγαπώ δεν είναι σημείο, αλλά λειτουργεί εναντίον των σημείων. Αυτός πού δε λέει σ’ αγαπώ (που μέσα από τα χείλη του το σ’ αγαπώ δε θέλει να περάσει), είναι καταδικασμένος να εκπέμπει τα πολλαπλά, αβέβαια, αμφίβολα, φειδωλά σημεία του έρωτα, τους δείκτες του, τις “αποδείξεις” του: χειρονομίες, βλέμματα, αναστεναγμοί, υπαινιγμοί, ελλειπτικά σχήματα: πρέπει να παραδώσει τον εαυτό του στην ερμηνεία. Το υποκείμενο αυτό εξουσιάζεται από την αντενεργό διέπουσα αρχή των ερωτικών σημείων, είναι αλλοτριωμένο μέσα στο δουλικό κόσμο της γλώσσας με την έννοια ότι δεν τα λέει όλα (δούλος είναι αυτός που ‘χει κομμένη γλώσσα και δεν μπορεί να μιλά παρά μόνο με νεύματα, εκφράσεις, μορφασμούς).
Τα “σημεία” του έρωτα εκτρέφουν μια τεράστια αντενεργό φιλολογία: ο έρωτας αναπαριστάνεται, ανάγεται σε μιαν αισθητική των επιφάσεων (σε τελική ανάλυση, ο Απόλλων είναι αυτός πού συγγράφει τα ερωτικά μυθιστορήματα). Ως αντισημείο, το σ’ αγαπώ ανήκει στην περιοχή του Διονύσου: το βάσανο δε γίνεται αντικείμενο άρνησης (το ίδιο ισχύει και για το παράπονο, την αηδία, τη μνησικακία), αλλά απλώς, δια της προφοράς, δεν εσωτερικεύεται: λέω σ’ αγαπώ (και το επαναλαμβάνω), σημαίνει εξοβελίζω το αντενεργό στοιχείο, το παραπέμπω στον κουφό και θρηνώδη κόσμο των σημείων – των λεκτικών περιστροφών (κόσμο που δεν παύω, ωστόσο, ποτέ να διασχίζω).
Ρολάν Μπαρτ: Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου (απόσπασμα)