Ο λύκος της στέπας. Με προσποιητή ζωηράδα πήρα τα νοτισμένα ασφαλτοστρωμένα στενά, δακρυσμένα και πένθιμα κοιτούσαν τα φώτα των φαναριών μέσ’ απ’ τη δροσερή θολούρα της υγρασίας και ρουφούσαν τα φώτα που αντικατοπτρίζονταν νωθρά στο μουσκεμένο έδαφος.
Μου ήρθαν στον νου τα νιάτα μου τα λησμονημένα – πώς τις αγαπούσα εκείνον τον καιρό τέτοιες σκοτεινές και θολές βραδιές στο τέλος του φθινοπώρου και το χειμώνα, πόσο άπληστα και μεθυστικά ροφούσα εκείνον τον καιρό τις διαθέσεις της μοναξιάς και της μελαγχολίας, όταν νύχτες ολόκληρες, τυλιγμένος στο πανωφόρι μου, περπατούσα με βροχή και θύελλα μέσα στην εχθρική, γυμνή από φύλλα φύση, μοναχικός ήδη από εκείνον τον καιρό, αλλά γεμάτος βαθιά απόλαυση και γεμάτος στίχους, τους οποίους ύστερα υπό το φως του κεριού στην κάμαρά μου, καθισμένος στην κόχη του κρεβατιού, κατέγραφα!
Τώρα, αυτά είχαν περάσει, εκείνο το ποτήρι το είχα πιει και δεν μου το ξαναγέμισε κανένας πια. Ήταν κρίμα αυτό; Δεν ήταν αυτό κρίμα. Τίποτα που είχε περάσει δεν ήταν κρίμα. Κρίμα ήταν το τώρα και το σήμερα, όλες εκείνες οι αμέτρητες οι ώρες κι οι ημέρες που τις έχανα, που μόνο τις υπέφερα, που μήτε δώρα μήτε συγκινήσεις έφερναν.
Αλλά δόξα τω Θεώ, υπήρχαν κι εξαιρέσεις, υπήρχαν ενίοτε, σπανίως, κι άλλες ώρες, εκείνες έφερναν συγκινήσεις, έφερναν δώρα, έριχναν τους τοίχους και έφερναν εμένα απολωλότα πάλι πίσω στη ζωντανή καρδιά του κόσμου. Θλιμμένος κι όμως βαθιά μέσα μου παρακινημένος έψαξα να θυμηθώ το τελευταίο βίωμα αυτού του είδους.
Ήταν σε κάποιο κονσέρτο, έπαιζαν μια εξαίσια παλιά μουσική, εκεί μεταξύ δύο μέτρων σ’ ένα κομμάτι πιάνο που το έπαιζαν ξύλινα πνευστά μού ανοίχτηκε πάλι ξαφνικά η πόρτα για το επέκεινα, είχα ανέβει στους ουρανούς και είχα δει τον Θεό επί το έργο, είχα υποφέρει μακάριους πόνους και δεν αντιστεκόμουν σε τίποτα πια στον κόσμο, δεν φοβόμουν τίποτα πια στον κόσμο, είχα αποδεχθεί τα πάντα, είχα δώσει στα πάντα την καρδιά μου. Δεν είχε κρατήσει πολύ, ίσως ένα τέταρτο της ώρας, αλλά ξανάρθε στον ύπνο μου εκείνη τη νύχτα κι από τότε, όλες τις μονότονες ημέρες, άρχιζε να φέγγει κρυφά πότε πότε, το έβλεπα ενίοτε για κάποια λεπτά ξεκάθαρα να περνά σαν ένα χρυσαφένιο θεϊκό σημάδι απ’ τη ζωή μου, σχεδόν πάντα παραχωμένο βαθιά μες στις ακαθαρσίες και τα χώματα, μετά πάλι να φεγγοβολά μέσα σε χρυσαφένιες σπίθες, να φαίνεται πως δεν θα χαθεί ποτέ πια κι εν τούτοις σύντομα πάλι βαθιά χαμένο.
Μια φορά μού συνέβη νύχτα ν’ αρχίσω ξαφνικά ενώ ήμουν ξαπλωμένος ξύπνιος να λέω κάποιους στίχους, στίχους που παραήταν ωραίοι και θαυμάσιοι, για να σκεφτώ να τους καταγράψω, που το πρωί δεν τους θυμόμουν πια και που ωστόσο έμεναν κρυμμένοι μέσα μου σαν το βαρύ καρύδι μέσα σ’ ένα παλιό σπασμένο τσόφλι.
Μια φορά πάλι ήρθε ενώ διάβαζα έναν ποιητή, ενώ σκεφτόμουν μια σκέψη του Ντεκάρτ, του Πασκάλ, μιαν άλλη φορά άρχισε πάλι να λάμπει και κατευθύνθηκε αφήνοντας πίσω του ένα χρυσαφένιο χνάρι στους ουρανούς, όταν ήμουν στης αγαπητικιάς μου.
Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το σημάδι του Θεού μέσα σ’ αυτή τη ζωή που κάνουμε, μέσα σ’ αυτή την τόσο πολύ ικανοποιημένη, τόσο πολύ αστική, τόσο πολύ δίχως πνεύμα εποχή, με θέα αυτά τ’ αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα, αυτά τα καταστήματα, αυτή την πολιτική, αυτούς τους ανθρώπους!
Πώς να μην είμαι ένας λύκος της στέπας και άξεστος ερημίτης μέσα σ’ έναν κόσμο απ’ του οποίου τους σκοπούς εγώ δεν συμμερίζομαι κανέναν, απ’ του οποίου τις χαρές καμία δεν μου λέει κάτι εμένα!
Εγώ δεν μπορώ μήτε σ’ ένα θέατρο μήτε σ’ έναν κινηματογράφο ν’ αντέξω πολλή ώρα, δεν μπορώ καν μια εφημερίδα να διαβάσω, σπανίως κάποιο σύγχρονο βιβλίο, δεν μπορώ να καταλάβω τι τέρψη και τι χαρά είναι αυτή που ψάχνουν οι άνθρωποι μέσα στα φισκαρισμένα τα τρένα και τα ξενοδοχεία, στα φισκαρισμένα τα καφέ με την αποπνικτική διαπεραστική μουσική, στα μπαρ και τα βαριετέ των κομψών πολυτελών πόλεων, στις παγκόσμιες τις εκθέσεις, στις ουρές των αυτοκινήτων, στις διαλέξεις γι’ αυτούς που διψούν για μόρφωση, στα μεγάλα τα στάδια –εγώ όλες αυτές τις χαρές, οι οποίες θα μου ήταν βέβαια προσιτές και για τις οποίες χίλιοι άλλοι κοπιάζουνε και στριμώχνονται, δεν μπορώ να τις καταλάβω, να τις συμμεριστώ.
Και αυτά αντιθέτως που συμβαίνουν σ’ εμένα στις σπάνεις ώρες της χαράς μου, αυτά που για εμένα είναι ηδονή, βίωμα, έκσταση και προαγωγή, αυτά τα γνωρίζει και τα ψάχνει και τ’ αγαπά ο κόσμος το πολύ πολύ στα ποιήματα, στη ζωή τα θεωρεί τρελά.
Και στην πραγματικότητα, αν έχει δίκιο ο κόσμος, αν αυτή η μουσική στα καφέ, αυτές οι μαζικές οι διασκεδάσεις, αυτοί οι αμερικανότροποι άνθρωποι που ικανοποιούνται με τόσο λίγα έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε εγώ είμαι τρελός, τότε εγώ είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως με έλεγα συχνά, το θηρίο το απολωλός σ’ έναν ξένο κι ακατανόητο για εκείνο κόσμο, που δεν βρίσκει πια την πατρίδα, την όρεξη και την τροφή του.
απόσπασμα από το βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Έρμανν Έσσε(1877-1962) Ο λύκος της στέπας [Der Steppenwolf],