Ο δεκάλογος του καλού ολιγάρχη
Σε κάθε εγκατεστημένη μορφή εξουσίας, πέραν των νομικών και κατασταλτικών προϋποθέσεων συντήρησης και ενίσχυσης της οικείας τάξης πραγμάτων, αναπτύσσονται και μορφές ιδεολογικής εκλογίκευσης και δικαίωσης της ανισότητας που το σύστημα παράγει.
Εάν παρατηρούσαμε με προσοχή τις αντιδράσεις των εκπροσώπων της κομματικής ελίτ, (η οποία συνιστά μια παρασιτική κοινωνική ομάδα που λυμαίνεται τα δημόσια αγαθά, στηριζόμενη στις δυνατότητες που της παρέχει ο αποκλειστικός έλεγχος του κράτους), ενώπιον της επιχειρηματολογίας αποδόμησης των θεμελίων νομιμοποίησης της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και κυρίως της κριτικής που την ταξινομεί στην ολιγαρχική οργάνωση του πολιτεύματος, θα διαπιστώναμε πρώτον, ότι ανεξάρτητα απ΄ το ιδεολογικό σημείο εκκίνησης, οι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων, υπερβαίνουν τις επιμέρους ιδεολογικές τους διαφορές, όπου στο εσωτερικό της κομματοκρατίας φαντάζουν αγεφύρωτες, όπως λόγου χάρη, η ένταση μεταξύ δεξιάς-αριστεράς και συσπειρώνονται γύρω από μια ενιαία εννοιολογική πλατφόρμα, με στόχο τη μη διασάλευση της νομοκατεστημένης πραγματικότητας, απ΄ την οποία αντλούν την αυτοτέλεια και τη δύναμή τους, δηλαδή την ολιγαρχική συνθήκη του πολιτεύματος.
Με άλλα λόγια, μόνο ο αληθινά αντισυστημικός λόγος μπορεί να συνενώσει εις βάρος του (Η ισχύς εν τη ενώσει), όλους τους ιδεολογικά αντίθετους μνηστήρες της εξουσίας, οι οποίοι οφείλουν την πολιτική τους υπόσταση στην ύπαρξη της θεμελιώδους και αυστηρής διάκρισης που επιβάλλει η ολιγαρχική φύση του πολιτεύματος, μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνωμένων.
Ώστε παρατηρούμε τους κομματικούς εκπροσώπους της «δεξιάς», της «αριστεράς» και του «κέντρου», να εγκαταλείπουν τις αμοιβαία εχθρικές τους δια-θέσεις και να ενώνονται για να κατασπαράξουν όποιον δηλώνει ενάντιος των κοινών εξουσιαστικών τους συμφερόντων. Το φαινόμενο αυτό, πιστοποιεί τις βαθύτερες, κοινές ιδεολογικές τους καταβολές, αλλά και την αμοιβαιότητα των συμφερόντων τους. Στη συνέχεια, γίνεται μια προσπάθεια να αποκωδικοποιηθούν οι τακτικές ιδεολογικής εκλογίκευσης της ολιγαρχίας.
1) «Η ασύμμετρη απειλή». Επίκληση εξωγενών παραγόντων, φυσικών και υπερπολιτικών νομοτελειών που ακυρώνουν υποτίθεται κάθε νομοθετική ή εκτελεστική πρωτοβουλία και δράση. Η τοποθέτηση αυτή τους δίνει τη δυνατότητα, τη στιγμή που ασκούν την εξουσία και ενώ λαμβάνουν με δική τους ευθύνη τις αποφάσεις, να φανερώνουν τους εαυτούς τους ως καλοπροαίρετες μαριονέτες ενός αδηφάγου και απρόσωπου κόσμου(ελεύθερη αγορά, διεθνείς σχέσεις κλπ), ο οποίος τους εξαναγκάζει σε συμβιβασμό.
2)Το μη χείρον βέλτιστον ενώπιον της καταστροφής. Αφού στηθεί μια ατμόσφαιρα απόλυτου φόβου, στην οποία δε διαφαίνεται κάποια διέξοδος, είναι εύκολο να υποστούν, στην ατομική ψυχολογία, καθίζηση οι ατομικοί στόχοι και οι προσδοκίες, τα κριτήρια και οι απαιτήσεις, ενώ το «συλλογικό ασυνείδητο» να οδηγηθεί είτε στην πλήρη παθητικότητα, είτε σε συγκυριακές βίαιες αποφορτίσεις του βάρους της απελπισίας που επωμίστηκε. Η διαδικασία αυτή αποσκοπεί στην κατάφαση, από τη συλλογικότητα, της εκάστοτε προκρινόμενης, από την πολιτική ελίτ, ζημιογόνας λύσης μπροστά στην αναφορά μιας επαπειλούμενης ακόμη πιο ζοφερής κατάστασης.
3) Η απαράβατη αρχή της μη γενίκευσης. Για να μετατίθενται οι ευθύνες από τους θεσμούς και τις δομές τους συστήματος, που επιτρέπει τις προσωπικές αυθαιρεσίες των εξουσιαστών, επιλέγονται συγκεκριμένα άτομα που θα αναλάβουν, θέλοντας και μη, το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Η συνθήκη αυτή, απαγορεύει στην κοινή λογική την αναγνώριση των προσωπικών ευθυνών, πλην των αποδιοπομπαίων, ενώ ακυρώνει την απόπειρα άσκησης κριτικής στις ζωτικές δομές του συστήματος κυριαρχίας.
4) Ο ουτοπικός χαρακτήρας της ανατροπής. Με το να παρουσιάζονται ως μόνιμες και μη επιδεχόμενες την αλλαγή, κάποιες από τις βασικότερες διαστάσεις του οικονομικού και πολιτικού βίου, χρεώνεται στη σφαίρα της ουτοπίας, κάθε κριτική απόπειρα και πρόταγμα ανατροπής ή έστω μεταρρύθμισης. Έτσι κατοχυρώνεται σαν φυσικός και αναπότρεπτος ο χαρακτήρας της κυριαρχούμενης, απ΄ τους ολίγους, κοινωνικής οργάνωσης και αναιρείται, τουλάχιστον θεωρητικά, η ιστορικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία εγκλωβίζεται σε ένα διαρκές παρόν.
5) Η ενοχοποίηση της κοινωνίας. Η χρήση των εκλογών και των γενικότερων θεσμών της ψευδό-δημοκρατίας ως καθαρτηρίου ύδατος για τους διαφόρους εκλεγμένους. Στη βάση αυτού του συλλογισμού, η εκλογική διαδικασία αποτελεί το μηχανισμό, δια μέσου του οποίου οι πολίτες αποφασίζουν για τις ασκούμενες πολιτικές της κυβέρνησης, οι οποίες εξαρτώνται από το προγραμματικό σύμφωνο που συνάπτεται δια της ψήφου μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων. Άρα για τα όποια αποτελέσματα των πολιτικών επιλογών της εκάστοτε κυβέρνησης ευθύνονται οι ψηφοφόροι (με τον τρόπο αυτό ανασυγκροτείται ο αφορισμός του Πάγκαλου, το γραφικό «όλοι μαζί τα φάγαμε». Για να έχει αποτελεσματικότητα το άνωθεν «επιχείρημα», θα πρέπει να αποσιωπηθεί το γεγονός, ότι η ψήφος δεν προσδιορίζει κανενός είδους πολιτικό πρόγραμμα, ότι δεν υποκαθιστά την κυβερνητική βούληση, δηλαδή ότι δεν μπορεί να εμποδίσει την αυτονόμηση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, από το εκλογικό σώμα των πολιτών.
6) Η επίθεση στην ηθική συγκρότηση του κρίνοντος. Η ηθική απαξίωση του συνομιλητή σκοπό έχει να επηρεάσει την άποψη των ακροατών για την αξιοπιστία των λεγομένων του. Ψευδή περιστατικά, συκοφαντίες και ύβρεις, συνιστούν το βαρύ οπλισμό των υπερασπιστών του συστήματος κατά των κριτικών του.
7) Το δημοκρατικό επιχείρημα. Αφού κατοχυρώσει ιδεολογικά τη δημοκρατικότητά του, το ολιγαρχικό αυτό πολίτευμα, είναι εξαιρετικά εύκολο να προσάψει στους κριτικούς του εξίσου αυθαίρετα το στίγμα της ολοκληρωτικής ή ισοπεδωτικής ιδεολογικής αφετηρίας. Έτσι όποιος μιλά για την φαυλότητα του πολιτεύματος και την ανάγκη ανατροπής του, ταξινομείται ως θιασώτης εξτρεμιστικών και επικίνδυνων «τελικών λύσεων».
8) Η εκλογική αποχή ερμηνεύεται ως πολιτική αποχή. Η επιλογή του εκλογικού σώματος να εκφράσει την πολιτική του ανυπακοή, προς ένα πολίτευμα που δεν του αναγνωρίζει παρά τη λειτουργία του ως άλλοθι για τις μελλοντικές του αποφάσεις, χαλκεύεται, για να λάβει το νόημα της πολιτικής παθητικότητας και της έλλειψης ενδιαφέροντος για τα κοινά. Το οξύμωρο είναι ότι εγκαλούν τον απέχοντα, διότι κατά την λογική τους δίνει το δικαίωμα σε «άλλους» να αποφασίζουν για τη ζωή του, τη στιγμή που στο υφιστάμενο πολίτευμα, η συμμετοχή στις εκλογές συνιστά ακριβώς της παραίτηση του πολίτη από την ενεργό συμμετοχή του στην πολιτική και την εκχώρηση της πολιτικής του αρμοδιότητας σε «τρίτους».
9)Η προσωρινότητα των μέτρων. Συχνά επικαλούνται τον προσωρινό και κατ΄ εξαίρεση χαρακτήρα των όσων μέτρων λαμβάνουν για την προάσπιση των ταξικών τους συμφερόντων. Η έκφραση «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» βρίσκει στο σημείο αυτό το πλήρες νόημά της.
10)Η αριστοκρατική αρχή ως κανόνας μετοχής στην πολιτική εξουσία. Το παραδοσιακό μοντέλο της πλατωνικής ηγεσίας, επανέρχεται για να στηρίξει τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Συνοπτικά υποστηρίζεται, πως οι άνθρωποι διακρίνονται μεταξύ τους από το αν είναι «κάτοχοι» ή όχι της πολιτικής αρετής. Η ηγετική ικανότητα αφορά μια μικρή μερίδα ανθρώπων σε κάθε κοινωνία.
Οι πολλοί είναι ακατάλληλοι να άρχουν, εξαιτίας των παθών τους, της αμορφωσιάς και της λογικής τους ανεπάρκειας. Για τους λόγους αυτούς λοιπόν θα πρέπει οι πολλοί να αρκεστούν, το πολύ στην νομιμοποίηση των πολιτικών τους ηγεμόνων και να αφήσουν το πεδίο της πολιτικής εξουσίας στους ολίγους, ικανούς και ηθικά ακέραιους. Όσοι χρησιμοποιούν αυτής της τάξεως την υπερασπιστική, προς την ολιγαρχία, γραμμή, αδυνατούν να απαντήσουν στα καίριας σημασίας ζητήματα που θέτει η ίδια η προβληματική τους. Όπως για παράδειγμα στο τι εννοούν με τον όρο πολιτική αρετή-ικανότητα και υπό ποιους όρους μπορεί να πιστοποιηθεί, η πολιτική αυτή ικανότητα σε συγκεκριμένα πρόσωπα;
Τέλος, πως είναι εφικτό οι ακατάλληλοι για μετοχή στην αρχή της διακυβέρνησης πολίτες να αναγνωρίζονται ως πηγή των εξουσιών και εκλογείς των ηγετών τους; Εκτός κι αν αποδεχτούμε την χυδαία ταυτολογία του κοινωνικού δαρβινισμού, ο οποίος αντιστρατευόμενος την κοινή λογική, είναι σε θέση να παραποιήσει την αιτιώδη συσχέτιση των πραγμάτων, κάνοντας δηλαδή τα αποτελέσματα να προηγούνται της αιτίας τους. Η ταυτολογία έχει ως εξής: Η αποκρυστάλλωση σχέσεων ανισότητας, έρχεται εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει την ποιοτική ανωτερότητα των ισχυρών, η οποία υποτίθεται προηγείται της αποκρυστάλλωσής της (Ο πολιτικά ικανός, είναι ο ισχυρός πολιτικά και ο ισχυρός πολιτικά είναι ο πολιτικά ικανός). Φυσικά, ο κατάλογος μπορεί να διευρύνεται προς το άπειρο συνεχώς.
Σε όσα προηγήθηκαν, επιχειρήσαμε απλώς να συνοψίσουμε με κριτικό τρόπο τις σημαντικότερες τακτικές των κομματικών επιτετραμμένων, ώστε να μεταμφιέζουν, τα αμιγώς ιδιοτελή τους συμφέροντα, σε υψηλές αξίες και τις ταξικές του στρατηγικές σε λειτουργήματα με κοινωνικό περιεχόμενο, επιτυγχάνοντας έτσι τον εκβαρβαρισμό της πολιτικής και την περιθωριοποίηση των μαζών στα «υπόγεια» της ιστορίας. Το ερώτημα που προκύπτει, από όσα έχουν εκτεθεί, είναι, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, αφού αποδομηθούν τα βασικά επιχειρήματα της ολιγαρχίας, τι άλλο θα μπορούσε η ίδια να αντιτάξει ως πρώτο και έσχατο στήριγμα της ιδεολογικής της συνοχής; Ας περιμένουμε λοιπόν την απάντηση στην πρόκληση που της θέτουμε.