Δεν κατάλαβα ποτέ αν εγώ μισώ το χρόνο,
ή ο χρόνος μισεί εμένα
Όταν είσαι παιδί ατενίζεις το μέλλον αφηρημένα και αόριστα. Ο διαθέσιμος χρόνος που έχεις μοιάζει με μια αιωνιότητα και όλα όσα θα συμβούν δείχνουν σαν τα άστρα, τόσο μακρινά. Η λέξη δεκαετία μοιάζει σαν να ταυτίζεται με τον αιώνα και νομίζεις πως έχεις πολλούς αιώνες μπροστά σου.
Μεγαλώνοντας αρχίζεις να κατασπαταλάς το χρόνο, αφού είναι ακόμα νωρίς για να τον εκτιμήσεις. Οι εκτιμήσεις γίνονται στον πρώτο απολογισμό και όταν μιλάμε για χρόνο , συνήθως μόνο μια λέξη ταιριάζει: Αργά. Είναι αργά.
Σπαταλάς το χρόνο, ή μήπως… ο χρόνος σε κατασπαταλά; Μήπως σε είχε στο χέρι από την ώρα της γέννησής σου, ή και από την ώρα της σύλληψής σου; Δεν συνελήφθης μόνο στη μήτρα της μάνας σου, αλλά και στην κοσμική μήτρα του χρόνου που ξεκίνησε να μετράει ανάποδα και να σε αναλώνει.
Εκείνος προϋπήρχε, εσύ ήρθες και τον βρήκες. Εκείνος περνάει, αλλά εσύ είσαι ο περαστικός. Νομίζεις ότι φεύγει ο χρόνος , αλλά φεύγεις εσύ. Εκείνος όλο φεύγει, αλλά είναι πάντα εδώ, εσύ φεύγεις, όχι για να μείνεις. Το οριστικό σου φευγιό ξεκίνησε πριν πάρεις την πρώτη σου ανάσα.
Ο χρόνος είναι άτεγκτος. Δεν δίνει ευκαιρίες και δεν χαρίζεται. Ανεξέλεγκτος, ανελέητος ,δικτάτορας και εγωιστής. Άπονος. Δεν έχει ρωγμές να βρεις αποκούμπι, δεν υπάρχει σημείο να κρυφτείς, να ξαποστάσεις. Σε αναλώνει συνεχώς ακόμα και όταν εσύ είσαι αμέριμνος, όταν κοιμάσαι, όσο αναπνέεις, μέχρι που να σου πάρει και την τελευταία πνοή. Είναι τόσο σαδιστής, που στα δύσκολα κυλάει όσο πιο αργά μπορεί, ενώ στις χαρές τρέχει, λες και έχει αλλεργία στη χαρά.
Μπορείς να κοιτάς πίσω σου, αλλά μόνο να κοιτάς, χωρίς να αγγίζεις, χωρίς να ακουμπάς, χωρίς να μυρίζεις … και κυρίως χωρίς να μπορείς να αλλάξεις το παραμικρό.
Εντός του χρόνου ζεις σε εισαγωγικά. Στα εισαγωγικά της προθεσμίας που σου δίνει. Αυτό είσαι γι’ αυτόν, μια προθεσμία.
Δεν κατάλαβα ποτέ αν εγώ μισώ το χρόνο, ή ο χρόνος μισεί εμένα. Εγώ τον μισώ, ή τέλος πάντων τον αντιπαθώ γιατί δεν μπορώ να τον ελέγξω , ενώ εκείνος με ελέγχει απόλυτα, αδιέξοδα, εξουσιαστικά, αυταρχικά, ελέω Θεού. Έχει ένα άσχημο πρόσωπο, μονοδιάστατο, γραμμικό και το βλέμμα του διαγράφει τα σχήματα και τα χρώματα της μνήμης. Πρέπει να μισεί το χρώμα και να εχθρεύεται τις μνήμες που σε πείσμα του παραμένουν ζωντανές.
Ο χρόνος είναι ένας μεγάλος κλέφτης. Παίρνει τα όνειρά σου που έχουν χρώματα εφηβικά και επιβάλει την αισθητική της μη ζωής, ρίχνοντας στάχτες και τραυματικά αποστάγματα, κοιτώντας σε λοξά μέσα από τον καθρέφτη.
Κάποιες φορές σφυρίζει υπαινικτικά για να γεμίσεις ενοχές, για όσα επέλεξες, ή για όσα δεν θέλησες να κάνεις. Προσπαθεί να σου κλέψει τις στιγμές, σκορπίζοντας το φως στη λήθη, σαν να ήταν στάχτες. Παίρνει τις αναμνήσεις σου και τις πλάθει, τις απορρίπτει, τις μεγεθύνει, τις χαίρεται, ή τις περνάει με κείνο το ξεθωριασμένο επίχρισμα της λησμονιάς.
Είναι μεγάλος είρων, γιατί όλο χαμογελά καθώς εσύ συνειδητοποιείς πως αναλώνεσαι, ενώ εκείνος σε καταπίνει.
Οργιάζει πάνω στη σάρκινη φύση σου, καθώς σιγά-σιγά την αποδομεί. Ασελγεί πάνω στα κύτταρά σου και δεν μπορείς να τον καταγγείλεις πουθενά. Αφέντης δα… Εκλιπαρείς για μια δεύτερη ευκαιρία, που ποτέ δεν έδωσε και δεν θα δώσει σε κανέναν και κείνος καλεί τις συγκυρίες να ρίξουν άλλη μια ζαριά πάνω στις πλάτες σου. Πέφτεις στις σκάλες, τον παρακαλάς να περιμένει μια στιγμή και εκείνος ανεβαίνει στην κορυφή πριν σηκωθείς.
Μεγαλώνοντας ανακάλυψα κάτι που κάνει το χρόνο να οργίζεται και εμένα να χαμογελάω. Καθώς δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να κοιτάμε προς τα πίσω και παρά τις παγίδες, τα παραπετάσματα, τους διαθλαστικούς και παραμορφωτικούς φακούς που βάζει, παρά τους αριστοτεχνικά κακούς φωτισμούς που δημιουργεί, παρά το ό,τι αλλοιώνει τα σχήματα και διαγράφει τα χρώματα όσο μπορεί, κατάφερα να δω τον εαυτό μου παιδί. Είδα εκείνο το μικρό παιδί, το γέλιο του, τους φόβους του, τις απογοητεύσεις του, τα παιχνίδια του, τα λάθη του, τους εφιάλτες του, τα όνειρά του, τα δάκρυά του. Προσπάθησα να του φωνάξω μα δεν μπορούσε να με ακούσει. Το αγάπησα εκείνο το παιδί γιατί το κατάλαβα, το κατανόησα, το πόνεσα, το ένιωσα. Ελπίζω να κατάλαβε ότι το συγχώρεσα, γιατί δεν υπήρχε τίποτα να συγχωρήσω, ότι το κατανόησα, ότι το αγάπησα και δάκρυσα γιατί είχα χίλιους λόγους να το αγαπήσω και άλλους τόσους για να δακρύσω. Και από εδώ μακριά, πέρα απ’ τη μέση της προθεσμίας μου, εγώ του χάιδεψα το κεφαλάκι, του είπα να μην κλαίει γιατί είμαι εδώ και το αποδέχομαι όσο κανέναν και το αγαπώ με όλη μου την ψυχή. Θα πρέπει κάπως να το ένιωσε, γιατί και εγώ το αισθάνθηκα και ξαφνικά αλάφρυνα, φωτίστηκα, λυτρώθηκα.
Ο χρόνος βέβαια θα πει ότι δεν κατάφερα τίποτα στο παρελθόν, τίποτα περισσότερο από το να βρω τον εαυτό μου στο παρόν. Εγώ όμως πρόλαβα και είδα το παιδί που με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Είμαστε πια συμφιλιωμένοι εμείς οι δυο. Αγαπημένοι, ενωμένοι και προφυλαγμένοι.
Κάποιες νύχτες σκέφτομαι αν οι σκέψεις μας μένουν και μετά το τέλος , αν η συνείδηση διαπερνά και ξεπερνά τις στιγμές, αν είναι άχρονη. Τότε ο χρόνος σπεύδει να μου υπενθυμίσει πως ζω απλά σε μια προθεσμία εντός του, κλεισμένη σε εισαγωγικά. Χαμογελάω…. Εισαγωγικά; Άρα λοιπόν του απαντώ, δεν είσαι παρά κανόνες σύνταξης που βάζουν σε μια σειρά αυτό που εμείς θεωρούμε πραγματικότητα! Ένας προσωρινός δεσμοφύλακας της αλήθειας.
Γιάννης Παναγιωτόπουλος
Στον εαυτό μου παιδί