Νυχτολούλουδα του Φλεβάρη
Πέρασαν οι μέρες και ήρθε αυτή που θα ήθελε να σβηστεί από το ημερολόγιο, ή να διαγραφεί από τις μνήμες των ανθρώπων, κανείς να μην τη θυμάται, να μην τη μνημονεύει, να περάσει στη λήθη.
Είναι 14 κουτσόψυχου μηνός, κουτσοφλέβαρου και θα τη βρει πάλι με κουτσή καρδιά.
Οι ερωτευμένοι θα γιορτάζουν, λουλούδια, δωράκια, ρομαντικά τραγούδια, καρδιές, σώματα, φιλιά, μηνύματα, ψίθυροι, λόγια αγάπης.
Κάποιοι θα κάνουν πως γιορτάζουν, γιατί δεν είναι όλοι πραγματικά ερωτευμένοι, είναι απλά μαζί…
Κάποιο άλλοι, παραμελημένοι, ξεχασμένοι και μαζί με αυτούς οι προδομένοι, οι απογοητευμένοι, οι ανασφαλείς και αυτοί που μισούν τους εαυτούς τους, όλοι μαζί παράμερα, δεν έχουν θέση σε αυτό το πανηγύρι.
Μια πικρία διαχύθηκε μέσα της από όταν το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα και ερχόταν ετούτη η μέρα.
Η καλή νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι, ούτε που φάνηκε, άλλωστε μήπως ήρθε και ποτέ; Είχε μια ελπίδα ,δεν περίμενε τον πρίγκιπα, δεν περίμενε να γίνει χρυσοποίκιλτη άμαξα η κολοκύθα, αλλά ένα θαύμα που θα μεταμόρφωνε την ίδια από κολοκύθα – όχι σε πριγκίπισσα – απλά σε αγαπημένη, απλά σε κάποιου την αγαπημένη, που θα τη νοιάζεται και θα την αγαπά λίγο , λίγο και ας μην είναι πολύ, αρκεί και το λίγο.
Όχι , ως κολοκύθα που αισθάνεται, δεν περίμενε το μεγάλο έρωτα και αν τον περίμενε δεν θα το παραδεχτεί ποτέ, γιατί πιστεύει πως η αληθινή αγάπη δεν θα την καταδεχθεί, άλλωστε πόσες φορές δεν της το απέδειξε με εκείνον τον σκληρό τρόπο, που πονάει βαθιά. Λέγεται απόρριψη , αν δεν το ξέρεις…
Αν γινόταν τουλάχιστον , όλες οι ψυχές, ασχέτως γένους, όλες οι ψυχές που αισθάνονται όπως αυτή, να μαζευόντουσαν, όχι για να κλάψουν τη μοίρα τους, αλλά για να γιορτάσουν – πικρή γιορτή – τους ανεκπλήρωτους πόθους. Μια γιορτή όχι αναίτια, μια γιορτή ακύρωσης του πόνου.
Μισεί τα περιοδικά και τα βιβλία, τις ταινίες, τα κανάλια, το youtube, τα καταστήματα δώρων, τα ανθοπωλεία. Πάντα, μα πάντα παρουσιάζουν τον κόσμο βελούδινο. Ερωτευμένα ζευγαράκια , χέρι, χέρι στην ακρογιαλιά, τραγούδια για έρωτες, καρδούλες, που το μόνο που της θυμίζουν είναι τη δακρυσμένη εφηβεία της. Μα γιατί τόσο παραμύθι;
Και γιατί τα μόνα παραμύθια που δεν βγαίνουν αληθινά, είναι αυτά στα οποία πίστεψε; Γιατί οι δράκοι υπάρχουν και οι πρίγκιπες όχι;
Όχι; Ποιος το είπε; Πρίγκιπες υπάρχουν, αλλά όχι για…κολοκύθες. Μην έχεις αυταπάτες λέει στον εαυτό της με μίσος, είσαι και εσύ μια κολοκύθα.
Μέσα στις σκέψεις, ήχος γνώριμος από τον υπολογιστή, μήνυμα στο facebook. Ξέχασε να αποσυνδεθεί, λες και είχε λόγο να βλέπει όλα αυτά που θα γράφουν οι άλλοι, για να πονάει περισσότερο.
«Γεια σου νυχτολούλουδο»
Νυχτολούλουδο εγώ; Κάποιος βλαμμένος γράφει στο ψεύτικο προφίλ μου σίγουρα, εκείνο που έχω βάλει τη φωτογραφία μιας κούκλας, αλλά δεν το ανοίγω ποτέ. Μα , για στάσου, έχω μήνες να συνδεθώ στο ψεύτικο προφίλ.
Στο αληθινό μου προφίλ έχω αληθινή φωτογραφία μου, ποτέ κανείς δεν τη σχολίασε. Μου κάνανε κάποια like γιατί τους έκανα και εγώ, θες από υποχρέωση, καλοσύνη, λύπη…Σίγουρα θα είπαν: «Φτου μη σε ματιάσουμε…πώς είσαι έτσι;»
Και καθώς οι σκέψεις έρχονται ως συνήθη χτυπήματα, μια εικόνα αχνοφαίνεται μαζί με το μήνυμα.
Λουλούδια…
Τον ξέρει και την ξέρει. Όχι από κοντά, αλλά έχουν ανοίξει τις κάμερες, έχουν μιλήσει στο τηλέφωνο, απλά δεν είχε προκύψει κάτι περισσότερο και ούτε πίστευε ότι μπορούσε να προκύψει κάτι παραπάνω. Και όταν φαινόταν ότι ίσως εκείνος ήθελε κάτι περισσότερο, αυτή άλλαζε θέμα για να προστατευθεί από τυχόν αυταπάτες, σιγά μη με θέλει έλεγε, ονειρεύομαι όπως ο πεινασμένος τα καρβέλια…
Ωραία παιδιά της μιλούσαν φιλικά, συνήθως για να της πουν τον δικό τους πόνο, για κάποια άλλη. Πάντα για κάποια άλλη. Όλοι, εκτός από αυτόν, αλλά και πάλι δεν ήθελε να τρέφει φρούδες ελπίδες.
Αποσβολωμένη έστειλε μια φατσούλα , ένα χαμόγελο.
Η απάντηση ακαριαία. «Νυχτολούλουδό μου, θες να βγούμε; Είναι του Αγίου Βαλεντίνου σήμερα».
Θα ήθελε να γράψει ένα ΝΑΙ με τα μεγαλύτερα γράμματα που υπάρχουν, αλλά, εάν τη θέλει απλώς για παρηγοριά;
-«Πάει καιρός που τα λέμε, ήθελα πολύ να σε γνωρίσω από κοντά, περίμενα αυτή τη μέρα. Ήθελα να είναι του Αγίου Βαλεντίνου η μέρα αυτή».
Στέλνει ξανά ένα χαμόγελο, μια φατσούλα, δηλαδή δεν την έστειλε εκείνη, την έστειλε το δάχτυλό της πατώντας το ποντίκι, ούτε πού τη ρώτησε για να τη στείλει και πώς να τη ρωτήσει, μήπως θα έδινε εντολή στο δάχτυλό της με τη σκέψη της, ποια σκέψη της; Αυτή είχε σταματήσει.
– «Θες να γίνεις το δικό μου νυχτολούλουδο;», της είπε.
Υ.Γ …για όλα τα θλιμμένα νυχτολούλουδα του Φλεβάρη, που τη νύχτα αναδύουν ένα μεθυστικό άρωμα και τη μέρα κλείνουν τα πέταλά τους και κρύβονται, για όλες τις ψυχούλες που και φέτος θα αισθανθούν παραμελημένες και μόνες, μέσα σε μια πραγματικότητα, όπου τα παραμύθια γίνονται εμπορεύματα που πουλάνε για να φέρουν σε άλλους χρήμα και σε άλλους πόνο.
Γιάννης Παναγιωτόπουλος 13-2-2016
Πρώτη δημοσίευση Selida X 2016