ΕΞΩΓΗΙΝΕΣ ΑΠΑΓΩΓΕΣ – Πέρα από τον μύθο
John E. Mack : αναλύοντας τους απαχθέντες
Το φαινόμενο των εξωγήινων απαγωγών έγινε ευρέως γνωστό με την δημοσιοποίηση της περίπτωσης του ζεύγους των Barney και Betty Hill στα 1961. Το ζεύγος Hill ισχυρίστηκε ότι, επιστρέφοντας στο σπίτι με το αυτοκίνητό μετά από μια νυχτερινή επίσκεψη, είδαν ένα άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο να τους ακολουθεί από ψηλά. Το δισκοειδές σκάφος προσγειώθηκε και τα εξωγήινα όντα που βγήκαν από αυτό τους μετέφεραν στο εσωτερικό του. Μερικές ώρες αργότερα βρέθηκαν πάλι να οδηγούν στον αυτοκινητόδρομο, με ένα έντονο αίσθημα ανησυχίας αλλά χωρίς να μπορούν να θυμηθούν τί ακριβώς τους είχε συμβεί. Είχαν απλώς ένα κενό μνήμης και διαπίστωσαν μια παράξενη απώλεια χρόνου, όταν έφτασαν σπίτι τους αργά εκείνο το βράδυ. Έπειτα από μερικά χρόνια, καθώς δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το περιστατικό, απευθύνθηκαν σε κάποιον ειδικό και θυμήθηκαν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους με την μέθοδο της ύπνωσης.
Μετά από αυτή την πρώτη αναφερόμενη περίπτωση, περιστατικά απαγωγής άρχισαν να καταγράφονται το ένα μετά το άλλο.
Ωστόσο, εκείνος που ασχολήθηκε συστηματικά με το φαινόμενο των εξωγήινων απαγωγών ήταν ο Bud Hopkins, ένας γλύπτης από την Νέα Υόρκη, του οποίου η πρωτοποριακή έρευνα για αρκετές δεκαετίες με πολλούς «απαχθέντες», ουσιαστικά καθιέρωσε τα βασικά χαρακτηριστικά και την συνέπεια του φαινομένου. Ο Hopkins εξέδωσε δύο βιβλία. Το Missing Time (1981), που αναφέρεται στην αίσθηση του χαμένου χρόνου από τους απαχθέντες, στα συμπτώματα που μπορούν να δείξουν ότι έχει συμβεί κάποια εμπειρία απαγωγής και στις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες του φαινομένου, και το Intruders (1987), όπου καθόρισε τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά και τα αναπαραγωγικά πειράματα που φαίνεται να συνδέονται με τις απαγωγές.
Η περιγραφή του φαινομένου ακολουθεί σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο μοτίβο : Ο μάρτυρας νιώθει ξαφνικά να ναρκώνεται, ενώ αντιλαμβάνεται μια παρουσία που κατευθύνεται προς αυτόν. Έχει την αίσθηση ενός ιδιόμορφου ή έντονου φωτός και τελικά αισθάνεται να μεταφέρεται σε κάποιον άλλο χώρο. Στην συνέχεια βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο ενός «διαστημοπλοίου» με ασυνήθιστη γεωμετρία, ξαπλωμένος σε κάτι που μοιάζει με ιατρικό κρεβάτι, ενώ αλλόκοτα πλάσματα είναι σκυμμένα από πάνω του – συνήθως μικρόσωμα γκρίζα όντα με μεγάλα μαύρα μάτια. Τα όντα πειραματίζονται πάνω του, διαπερνούν το σώμα του με αιχμηρά αντικείμενα και εκτελούν διάφορα γενετικά πειράματα. Τέλος, ο μάρτυρας συνέρχεται στο κρεβάτι του ή στην δραστηριότητα που επιτελούσε εκείνη την στιγμή, έχοντας την αίσθηση της σύγχυσης και της απώλειας του χρόνου.
Η πρώτη Επαφή
Το φθινόπωρο του 1989, ο δρ. John Mack, καθηγητής ψυχιατρικής του Χάρβαρντ και βραβευμένος με Pulitzer για την βιογραφία του Βρετανού ανώτερου αξιωματούχου Τ. Ε. Lawrence (γνωστού ως Λώρενς της Αραβίας), κατά την διάρκεια μιας φιλικής συζήτησης με κάποιον συνάδελφό του, ενημερώθηκε για την περίπτωση του Bud Hopkins, αυτού του καλλιτέχνη από την Νέα Υόρκη που ισχυριζόταν ότι ασχολούνταν με ανθρώπους που είχαν απαχθεί από εξωγήινους. Αμέσως ο δρ. Mack απέρριψε την ιδέα ως εξωφρενική, θεωρώντας ότι θα επρόκειτο για κάποιο είδος μαζικής υστερίας ή παράκρουσης, ενδεχομένως αυτά τα άτομα να έπεφταν και θύματα εκμετάλλευσης.
Λίγες μέρες αργότερα, όμως, ο δρ. Mack αποφάσισε να επισκεφτεί τον Hopkins και να δει από κοντά τί ακριβώς συνέβαινε εκεί. Αυτό που συνάντησε τον ξάφνιασε : «εντυπωσιάστηκα με την ειλικρίνειά του, το βάθος της γνώσης του, και τη βαθιά του ανησυχία για τους απαχθέντες, οι οποίοι συχνά οι περιπτώσεις των οποίων είχαν διαγνωστεί λανθασμένα και αντιμετωπιστεί άπρεπα από ειδικούς ψυχικής υγείας. Όμως, αυτό που με επηρέασε περισσότερο ήταν η εσωτερική συνέπεια των λεπτομερών αναφορών διαφορετικών ατόμων από διάφορα μέρη της χώρας που δεν είχαν κανέναν τρόπο να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, και των οποίων οι ιστορίες είχαν προκύψει πάντα με δυσκολία, συνοδευμένες από στενόχωρες συγκινήσεις».
Τα άτομα που συνάντησε ο δρ. Mack στο σπίτι του Hopkins ήταν καθημερινοί, συνηθισμένοι άνθρωποι, που αναφέρονταν σε αυτό που τους είχε συμβεί διακριτικά, χωρίς και οι ίδιοι να ξέρουν τί ακριβώς ήταν, ενώ πολλές φορές ήθελαν απλά να το προσπεράσουν και να συνεχίσουν τις ζωές τους. Τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει ο Hopkins ήταν συντριπτικά κάνοντας τον διακεκριμένο καθηγητή του Χάρβαντ να ενδιαφερθεί αληθινά για το φαινόμενο. Όπως αναφέρει : «Καμιά προφανής εξήγηση για το φαινόμενο δεν είχε δοθεί εκείνη την εποχή. Έτσι, θεώρησα ότι αυτή η ομάδα ανθρώπων χρειαζόταν κατανόηση και βοήθεια και ότι αντιπροσώπευε ένα μυστήριο που ξεπερνούσε το κλασικό κλινικό ενδιαφέρον. Αποφάσισα, επομένως, να εργαστώ με τα θύματα των απαγωγών ο ίδιος».
Οι απαχθέντες
Ο John Mack πίστευε ότι ένα φαινόμενο που φαίνεται να προκαλεί τις συμβατικές μας εξηγήσεις ή ακόμη και τις αντιλήψεις μας περί πραγματικότητας δεν θα πρέπει να μας οδηγεί στο να αγνοούμε την ύπαρξή του ή να μας αποτρέπει απ’ το να ερευνήσουμε τις διαστάσεις και τη σημασία του.
Αυτό που τον εντυπωσίασε σε όλες τις περιπτώσεις ήταν η απουσία οποιασδήποτε προφανούς διανοητικής ασθένειας ή κάποιας συναισθηματικής διαταραχής πέρα από τα τραυματικά δευτερογενή συμπτώματα που είχαν προκαλέσει οι ίδιες οι απαγωγές. Αυτό που χρειάζονταν αυτοί οι άνθρωποι ήταν κατανόηση και σωστές διαγνωστικές και θεραπευτικές επεμβάσεις από άτομα που να είναι εξοικειωμένα με τις λεπτομέρειες του φαινομένου και πρόθυμα να αναστείλουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις για την πηγή προέλευσής του. Μόλις αυτοί οι όροι ικανοποιούνταν, αυτές οι περιπτώσεις μπορούσαν να προχωρήσουν πολύ χωρίς μεγάλη βοήθεια, γιατί δεν επρόκειτο για βαθειά διαταραγμένα άτομα που είχαν ανάγκη από εκτενή ψυχοθεραπεία. Όταν αντιμετώπιζαν κάποιον που τους άκουγε, που έβλεπε τις αναφορές τους σοβαρά και όχι, όπως τόσο συχνά τους είχε συμβεί στο παρελθόν, προσπαθώντας να προσαρμόσει τις ιστορίες τους στις γνωστές διαγνωστικές κατηγορίες, υπήρχε συνήθως μεγάλη ανακούφιση και βελτίωση στη διανοητική τους κατάσταση.
Πολλές φορές και οι ίδιοι δεν ήθελαν να πιστέψουν στην «αλήθεια» της εμπειρίας τους. Συχνά προτιμούσαν να πιστέψουν ότι είχαν κάποιου είδους κακό όνειρο.. Άλλες φορές, ήλπιζαν να βρουν κάποιο είδος ψυχιατρικής εξήγησης, που να μπορεί να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά, έτσι ώστε η εμπειρία να σταματήσει. Συνήθως, μετά από την αρχική κοινοποίηση σε έναν πρόθυμο ακροατή, πολλοί δεν ήθελαν να συνεχίσουν να το συζητούν, καθώς το θεωρούσαν απαραίτητο να απομακρυνθούν από αυτό το υλικό για να συνεχίσουν την καθημερινή τους ζωή.
Από την εμπειρία του με τους απαχθέντες (τους αποκαλούσε experiencers – αυτοί που είχαν την εμπειρία), ο δρ. Mack διαπίστωσε την ειλικρίνεια με την οποία μιλούσαν, την απουσία ψυχολογικής αστάθειας έξω από το συγκεκριμένο γεγονός, αλλά και το πολύπλοκο του φαινομένου που αποτελούνταν από μία ποικιλία συνακόλουθων στοιχείων. Αυτό που τον εντυπωσίαζε ήταν η μεγάλη συνέπεια στα βασικά χαρακτηριστικά και στις λεπτομέρειές του. Ξανά και ξανά, δεκάδες διαφορετικοί άνθρωποι, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, περιέγραφαν τα ίδια βασικά γνωρίσματα και συνέπιπταν σε συγκεκριμένα λεπτά σημεία.
Η εξεταστική επιτροπή
Ο μεγάλος θόρυβος γύρω από τον καθηγητή του Χάρβαρντ που ασχολούνταν με όλα αυτά προέκυψε με την έκδοση του βιβλίου Abductions (1994). Σε αυτό ο δρ. Mack δημοσίευσε τα συμπεράσματά του από τις 200 περιπτώσεις απαχθέντων που είχε παρακολουθήσει, καταλήγοντας ότι το φαινόμενο ήταν αληθινό, ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έπασχαν από κάποια ασθένεια ούτε ψεύδονταν, και ότι αυτό που αφηγούνταν πίστευαν πραγματικά ότι τους είχε συμβεί. Τα Μ.Μ.Ε. δεν άργησαν να μιλήσουν για τον διακεκριμένο καθηγητή που παραδεχόταν τις εξωγήινες απαγωγές και σύντομα ο κοσμήτορας της ιατρικής σχολής του Χάρβαρντ ανέθεσε σε μια επιτροπή να εξετάσει τί ακριβώς συνέβαινε. Η κλινική επάρκεια του δρ. Μακ τέθηκε υπό έλεγχο. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του Χάρβαρντ που ένας μόνιμος καθηγητής υποβάλλονταν σε μια τέτοια έρευνα.
Ο δρ. Mack χαρακτήρισε την έρευνα πολυδαίδαλη και καφκική, και κάποιοι συνάδελφοί του πήραν το μέρος του. Ο καθηγητής λογοτεχνίας Terry Matheson έγραψε ότι «διατηρώντας τις ισορροπίες, ο Μακ παρουσιάζει δίκαια έναν απολογισμό του θέματος όπως έχει αναφερθεί μέχρι σήμερα, ακολουθώντας τις αφηγήσεις των απαγωγών όπως έχουν», ενώ σημαντική ήταν η υποστήριξη του καθηγητή νομικής του Χάρβαρντ, Alan Dershowitz, ο οποίος αμφέβαλλε «για την ισχύ της έρευνας στο Χάρβαρντ για έναν μόνιμο καθηγητή που δεν έχει υποπέσει σε υπόνοιες για ηθικές παραβιάσεις ή κακή επαγγελματική μεταχείριση».
Τελικά, μετά από μία εξονυχιστική έρευνα δεκατεσσάρων μηνών, η επιτροπή κατέληξε στο να δικαιώσει την δουλειά του επιτρέποντας την συνέχιση της ερευνάς του χωρίς άλλα κωλύματα από μέρους τους. Όμως, αυτό που είχε ενοχλήσει περισσότερο τον Mack ήταν οι υποψίες ότι ίσως είχε χάσει την αντικειμενικότητά του. «Συχνά λέγεται ότι είμαι πλέον ένας believer και έτσι έχω παραδώσει και χάσει την αντικειμενικότητά μου. Το αρνούμαι πραγματικά αυτό. Επειδή αυτό δεν έχει να κάνει με το αν πιστεύεις κάτι. Δεν πίστευα τίποτα όταν ξεκίνησα, δεν πιστεύω πραγματικά τίποτα τώρα. Φτάνω στο συμπέρασμα στο οποίο με έχει οδηγήσει η κλινική μου έρευνα. Με άλλα λόγια, εργάστηκα με αυτούς τους ανθρώπους για εκατοντάδες και εκατοντάδες ώρες και έχω κάνει μια τόσο προσεκτική εργασία όσο χρειαζόταν για να ακούσω, να εξετάσω προσεκτικά και να λάβω υπόψη μου όλες τις εναλλακτικές ερμηνείες. Και καμιά από αυτές δεν έχει προκύψει πραγματικά. Κανένας δεν έχει βρει μια εναλλακτική εξήγηση ούτε καν για μια περίπτωση απαγωγής».
Στο δεύτερο και τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε για το φαινόμενο, Passport to the Cosmos (1999), δήλωσε πως για εκείνον δεν έχει νόημα πλέον να συζητάμε αν όλα αυτά είναι αληθινά ή όχι, και θέλησε να διερευνήσει την σημασία των παρατηρήσεων αυτών για την ανθρωπότητα και τις συνέπειες που μπορεί να έχουν για μια ευρύτερη οπτική του κόσμου μας, μέσω της ανάπτυξης μιας συμπαντικής συνείδησης.
John E. Mack : μετασχηματισμός και εξέλιξη
«Έχουν σταλεί εδώ ως γενετιστές ειδικοί στην εξέλιξη, για να επιτελέσουν μια διαδικασία επιδιόρθωσης. Έρχονται να μας δείξουν ότι η συνείδησή μας έχει πάρει τον λάθος δρόμο. Λες και οι πεταλούδες επιστρέφουν στον τόπο εκκόλαψής τους για να σταματήσουν τις κάμπιες από την εξάντληση της τροφής των φύλλων». Παρόμοιες αναφορές όπως αυτή, προερχόμενες από απαχθέντες από εξωγήινους, φαίνεται να δείχνουν ότι έχει συντελεσθεί σε αυτούς μια ενίσχυση του αισθήματος της πνευματικότητας και της συμπαντικής συνείδησης. Ποιά είναι τελικά η σημασία αυτού του φαινομένου ;
Όσο βρισκόταν στην αρχή της έρευνάς του, ο John Mack ομολογεί ότι οι αναφορές αυτών των ανθρώπων συντάραζαν όλες του τις προσδοκίες για μια συμβατική εξήγηση, ότι προκαλούσαν έντονα την υλιστική, επιστημονική και κλινική ανατροφή του, ακόμη και την δεδομένη του αίσθηση περί πραγματικότητας. Επίσης, αναγκαζόταν να παραδεχθεί πως δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ τίποτε παρόμοιο με αυτό σε άλλους ασθενείς του. Ωστόσο, όταν άρχισε να μιλά για την έρευνά του με αυτούς τους ανθρώπους δεχόμενος την συναισθητική αξιοπιστία των αναφορών τους, υποστήριξε πως δεν επικύρωνε ταυτόχρονα και την κυριολεξία αυτής της εμπειρίας στην φυσική μας πραγματικότα.
Σε μία από τις αρχικές δηλώσεις του είχε πει : «Δεν θα έλεγα ποτέ, ναι, υπάρχουν εξωγήινοι που παίρνουν ανθρώπους. Αλλά θα έλεγα ότι υπάρχει ένα προκλητικό ισχυρό φαινόμενο το οποίο δεν μπορώ να το δω διαφορετικά, και το οποίο είναι σίγουρα μυστήριο. Ακόμα δεν μπορώ να ξέρω τί είναι, αλλά μου φαίνεται πως απαιτεί μια βαθύτερη, περαιτέρω έρευνα». Δεν επρόκειτο λοιπόν για κάποια απάτη, ούτε για ένα κατασκεύασμα των μέσων επικοινωνίας, αλλά για ένα αληθινό φαινόμενο. Τί ακριβώς όμως μπορούσε να σημαίνει ; Και γιατί ο ίδιος συναντούσε τόση αντίσταση όταν μιλούσε γι’ αυτό ;
Στην προσπάθειά του ν’ αναζητήσει μια απάντηση σε αυτά τα προκλητικά ερωτήματα, που ένιωθε ότι βρίσκονταν στον ουσιαστικό πυρήνα αυτού του φαινομένου, ο δρ. Mack σκέφτηκε πως βρισκόταν ουσιαστικά ενώπιον του παλιού ζητήματος της διχοτόμησης του κόσμου μεταξύ ύλης και πνεύματος και του προβλήματος που προέκυπτε πάντα όταν αυτοί οι δύο κόσμοι φαίνονταν να αλληλεπιδρούν.
Ο μεγάλος διαχωρισμός
Οι δύο στυλοβάτες αυτής της παγκόσμιας αντίληψης δυϊσμού είναι ο υλιστικός και ο πνευματικός. Σύμφωνα με την υλιστική πεποίθηση, όλα αυτά που υπάρχουν έξω από μας συνιστούν τον φυσικό ή υλικό κόσμο, τον οποίο αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Όλα τ’ άλλα εκτός από αυτήν την “αντικειμενική” πραγματικότητα είναι “υποκειμενικά”, δηλαδή ανήκουν στην σφαίρα του συναισθήματος, της ψυχής, του πνεύματος, ή κάτι παρόμοιου. Η πνευματική πλευρά του δυϊσμού φαντάζει σαν μία παραχώρηση που τοποθετεί την ύπαρξη της ψυχής ξεχωριστά και ανεξάρτητα από τον υλικό κόσμο. Αυτή η δυϊστική σκέψη χαρακτηρίζεται από σχεδόν απόλυτες τάσεις διχοτόμησης που θεωρούμε δεδομένες στην καθημερινή μας ζωή.
Μέσα από αυτήν την τακτοποιημένη διχοτόμηση έχουμε προχωρήσει ιστορικά. Η υλιστική/δυϊστική εκδοχή της πραγματικότητας έχει αποδειχθεί χρήσιμη για τη δυτική κοινωνία στις προσπάθειές της να εξουσιάσει τον υλικό κόσμο, άλλους λαούς, και την ίδια την φύση. Παράλληλα, όμως, αυτή η φιλοσοφία μάς έχει οδηγήσει στο χείλος του πυρηνικού πολέμου, στις καταστροφικές αντιπαλότητες, και στην εξάλειψη πολλών από τις ποικίλες μορφές ζωής του πλανήτη, καθώς οι άνθρωποι ακολουθούν την υλική ευημερία τους εις βάρος των πιο αδύνατων ανθρώπων, των ζώων και των φυτών. Επίσης, μέσα από την εστίασή μας στην χρησιμότητα της υλικής σφαίρας και τον αποκλεισμό των πνευματικών σφαιρών, έχουμε ουσιαστικά αφήσει απέξω τον κόσμο του πνεύματος και, από μία άποψη, αρνούμαστε την ύπαρξη άλλης ζωής εκτός από αυτήν που γίνεται, με φυσικό τρόπο, αισθητή εδώ στη γη.
Όμως, αυτή η αντίληψη, κατά τον δρ. Mack, δέχεται τα πλήγματα διάφορων ανακαλύψεων τα τελευταία χρόνια. Αυτές περιλαμβάνουν την έρευνα που έχει καταδείξει την παράδοξη και πιθανολογική σχετικότητα της ύλης και της ενέργειας στο υποατομικό επίπεδο, και τις έρευνες για την ανθρώπινη συνείδηση που μας έχουν αποκαλύψει ότι αυτό που έχουμε δεχτεί από τα πριν ως “πραγματικότητα” είναι μόνο μία από έναν ουσιαστικά άπειρο αριθμό από τρόπους για να ‘‘κατασκευάσεις’’ ή να βιώσεις την πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα, βρισκόμαστε μπροστά σε παράξενα φαινόμενα που έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους και που, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπό ορισμένες συνθήκες, έχουν επιβεβαιωθεί. Αυτά είναι φαινόμενα που φαίνεται να προέρχονται από μια άλλη διάσταση: πληροφορίες που λαμβάνονται τηλεπαθητικά, διόραση, εξωσωματικές εμπειρίες, επιθανάτιες εμπειρίες, τηλεκίνηση, και μέσα σε αυτά και το ίδιο το φαινόμενο των εξωγήινων απαγωγών. Πρόκειται για θέματα που δεν είναι εύκολα παρατηρήσιμα από τους συνηθισμένους δυϊστικούς επιστημονικούς ή μεθοδολογικούς όρους, αλλά γνωστοποιούν την παρουσία τους με έναν διακριτικότερο τρόπο μέσω ενός ανοίγματος της συνείδησης ή μιας πιο δεκτικής αντίληψης.
Ένα τέτοιο φαινόμενο είναι ακριβώς και το θέμα των ‘‘εξωγήινων απαγωγών’’ που μελέτησα, δηλώνει ο John Mack. Ένα φαινόμενο που μας προκαλεί τόσο πολύ επειδή ακριβώς διαπερνά τον κόσμο μας και εμφανίζεται σε αυτόν με μορφές που καταλαβαίνουμε στον πολιτισμό μας — διαστημόπλοια, απαγωγές, εμφυτεύματα, εργαλεία και χειρουργικές επεμβάσεις, υβριδικά όντα και αναπαραγωγή. Όλα αυτά φαίνονται πολύ υπαρκτά και σκεφτόμαστε ότι οφείλουν να είναι αναγώγιμα, ή τουλάχιστον δυνατά να μελετηθούν, με τις δυϊστικές μεθόδους της παραδοσιακής μας επιστήμης. Αλλά, την ίδια στιγμή, είναι εξαιρετικά φευγαλέα καθώς το φαινόμενο των εξωγήινων απαγωγών δεν φαίνεται να φανερώνει τα μυστικά του με αυτή την προσέγγιση. Συνεπώς, θέτει σθεναρά υπό εξέταση το Ιερό Εμπόδιο που έχουμε δημιουργήσει μεταξύ του αθέατου και του υλικού κόσμου, υπονομεύοντας την θεμελιώδη κοσμοαντίληψη του δυτικού μυαλού.
Τα φαινόμενα που διαταράσσουν πραγματικά αυτή την κοσμοαντίληψη, κατά τον δρ. Mack, είναι εκείνα που φαίνεται να διασχίζουν κάποιον λεπτότερο, αόρατο, αθέατο κόσμο και να φανερώνονται στον φυσικό μας κόσμο. Αφιερώνοντας εκατοντάδες ώρες στους ανθρώπους που ανέφεραν τις εμπειρίες τους από ‘’εξωγήινες απαγωγές’’, ο ψυχίατρος του Χάρβαρντ διαπίστωσε δεν είχε καμία βάση για να συμπεράνει κάτι άλλο εκτός από αυτό που οι ίδιοι έλεγαν ότι τους είχε συμβεί. Τα στοιχεία που είχε στην διάθεσή του πρότειναν ότι είχαν έρθει σε επαφή με κάποια μορφή “εξωγήινης” νοημοσύνης, η οποία τους έχει προσβάλλει φυσικά και ψυχολογικά. Αυτό το συμπέρασμα ταίριαζε τόσο απόλυτα με τα στοιχεία που εκείνος και άλλοι ερευνητές των απαγωγών είχαν συλλέξει, ώστε του φαινόταν ότι αυτή η θεωρία δεν θα επικρινόταν τόσο σθεναρά στην περίπτωση που δεν παραβίαζε την επιστημονική μας κοσμοαντίληψη και τον συνακόλουθο έλεγχο πάνω στο περιβάλλον της ζωής μας.
Προς μία νέα αντίληψη
Το φαινόμενο των ‘‘εξωγήινων απαγωγών’’ ίσως ν’ αποτελεί ένα ακόμη χτύπημα στον συλλογικό εγωισμό μας, όπως εκείνα των Κοπέρνικου, Γαλιλαίου, Δαρβίνου και Φρόιντ. Ας μην ξεχνάμε πως σιγά-σιγά μάθαμε ότι δεν ήμαστε το κέντρο του κόσμου, ότι δεν ήμαστε προνομιακά θεϊκά δημιουργήματα μεταξύ των γήινων πλασμάτων, και ότι, με τον Φρόιντ, μπορεί να μην ήμαστε ούτε αποκλειστικά κύριοι του εαυτού μας, ότι υπάρχει κάποιο ‘‘υποσυνείδητο’’ που μπορεί να μας ελέγχει. Το φαινόμενο των απαγωγών ίσως μας διδάξει πως μπορεί να μην μπορούμε να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο πάνω μας ακόμη και αν αυτή η ‘‘προσβολή’’ μπορεί να προέρχεται από μια άλλη σφαίρα ή μια άλλη μορφή ύπαρξης. Μπορεί άραγε άλλα όντα, που μοιάζουν κιόλας αρκετά αστεία – μικρά πλάσματα με μεγάλα μαύρα μάτια – να έρχονται, να κάνουν σε μας ό,τι θέλουν και να μας εγκαταλείπουν αβοήθητους ;
Όπως και ’χει, κάθε νέα εξέλιξη μπορεί να προέρθει μόνο από τολμηρούς πρωτοπόρους του πνεύματος και των ιδεών, όπως ο John Mack. Παρόλο που, όπως αναφέρει ο ίδιος, «πρέπει να είναι κανείς λίγο αφελείς για να περιπλανηθεί μακριά σε αυτές τις επισφαλείς σφαίρες της γνώσης. Γιατί, αν ξέρεις εκ των προτέρων την αντίδραση που πρόκειται να συναντήσεις, μπορεί να μην επιλέξεις να μπεις καθόλου στην περιπέτεια μιας τέτοιας εξερεύνησης. Όμως, αν είναι αληθινό αυτό που είπε ο Bertrand Russell, ότι η αντίδραση που συναντά κανείς είναι ανάλογη προς το τετράγωνο της σπουδαιότητας αυτού που μελετά, τότε πρέπει να πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό πράγματι».
Πηγή: Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά σε δύο μέρη, στο εβδομαδιαίο περιοδικού του Ελεύθερου Τύπου, τα “Φαινόμενα”.Στο παρόν τα 2 μέρη έχουν συμπτυχθεί και το όλο κείμενο παρουσιάζεται αποσπασματικά., σε συνδυασμό με στοιχεία από το sify.com
Μακ πέθανε σε ηλικία 74 ετών όταν τον χτύπησε ένας μεθυσμένος οδηγός ενώ διέσχιζε τον δρόμο στο Λονδίνο το 2004. Αυτό έκανε ορισμένους να πιστέψουν ότι ο γιατρός δολοφονήθηκε από σκιερά στοιχεία, επειδή πλησίαζε λίγο πολύ την αλήθεια. Βέβαια, κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει αυτή τη θεωρία δεν έχει ανακαλυφθεί.
Η ζωή και η καριέρα του Μακ τεκμηριώθηκαν στη βιογραφία The Believer: Alien Encounters, Hard Science, and the Passion of John Mack . Το βιβλίο γράφτηκε από τον Ralph Blumenthal, έναν από τους δημοσιογράφους των New York Times του που ασχολήθηκε με το άκρως απόρρητο πρόγραμμα UFO .
Ο Ralph Blumenthal, διακεκριμένος Λέκτορας στο Baruch College του City University της Νέας Υόρκης και καθηγητής θερινής δημοσιογραφίας στην Ακαδημία Phillips Exeter, ήταν βραβευμένος ρεπόρτερ των New York Times από το 1964 έως το 2009 και έχει γράψει επτά βιβλία για το οργανωμένο έγκλημα και την πολιτιστική ιστορία. Ως επικεφαλής της Times κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για την κάλυψη έκτακτων ειδήσεων της βομβιστικής επίθεσης με φορτηγό το 1993 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.