Μπωντλαίρ, ένας ποιητής διαπιστευμένος στην Κόλαση

Διαβάζονται

Μπωντλαίρ, ένας ποιητής

διαπιστευμένος στην Κόλαση

ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΟΥ ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (CHARLES BAUDELAIRE)

Μπωντλαίρ, ένας ποιητής διαπιστευμένος στην Κόλαση

Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τ’αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά’ σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
” Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι’αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ’αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα’κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!”

Μπωντλαίρ, ένας ποιητής διαπιστευμένος στην ΚόλασηΚαι το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ’τα κόκκαλά μου,
και λαγνεμένος έστρεψα σ’εκείνην τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου,
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα.

  Μπωντλαίρ, ένας ποιητής διαπιστευμένος στην Κόλαση  (Ελευθεροτυπία 25/6/2010 Από τον Χάρη Μεγαλυνό)

Σαρλ Μπωντλαίρ – Τα άνθη του κακού

-Τα απαγορευμένα ποιήματα- μτφρ.: Ερρίκος Σοφράς εικόνες: Πατ Αντρέα – εκδόσεις Μεταίχμιο

Ο εκδότης μου ισχυρίζεται ότι θα ‘ταν καλό και για μένα και για κείνον να εξηγήσω γιατί και πώς έγραψα αυτό το βιβλίο, ποιος ήταν ο σκοπός και ποια τα μέσα μου, ο στόχος μου και η μέθοδός μου… Αλλά αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα πράγματα, δεν είναι φανερό ότι πρόκειται για μια άσκοπη εργασία;

Φοβάμαι μήπως γελοιοποιηθώ θέλοντας να κάνω τον λαό να καταλάβει ένα έργο τέχνης, και φοβάμαι ακόμα μήπως σ’ αυτό το πεδίο φανώ όμοιος μ’ αυτούς τους ουτοπιστές, που θέλουν μ’ ένα διάταγμα να κάνουν μεμιάς όλους τους Γάλλους πλούσιους κι ενάρετους… Οδηγεί κανείς τα πλήθη στο εργαστήρι της ράφτρας ή του διακοσμητή ή στο καμαρίνι του ηθοποιού; Δείχνει κανείς στο κοινό, ξετρελαμένο σήμερα, αδιάφορο αύριο, τον μηχανισμό των τεχνασμάτων; Του εξηγεί κανείς τις τελειοποιήσεις και τις απρόβλεπτες παραλλαγές στις πρόβες, και σε ποια αναλογία το ένστικτο και η ειλικρίνεια είναι ανακατεμένα με το κοκκινάδι και τον απαραίτητο τσαρλατανισμό στο κράμα της παράστασης; Του δείχνουν τα κουρέλια, τα φτιασίδια, τις τροχαλίες, τις αλυσίδες, τις διορθώσεις, τα μουντζουρωμένα χειρόγραφα, με δυο λόγια όλες τις ασχήμιες που συνθέτουν το άδυτο της τέχνης;

 

Σαρλ Μπωντλαίρ, από το Σχέδιο προλόγου στα Ανθη του Κακού

α) Τα Ανθη του Κακού: ένα βιβλίο των έσχατων ημερών

Αυτό το βιβλίο, ουσιαστικά άχρηστο και τέλεια αθώο, έγινε με μοναδικό σκοπό να με διασκεδάσει και ν’ ασκήσει το πάθος μου για τη δυσκολία.

Κάποιοι μου είπαν πως αυτά τα ποιήματα μπορούσαν να κάνουν κακό. Αυτό δεν με χαροποίησε. Αλλοι, καλόψυχοι, μου είπαν ότι μπορούσαν να κάνουν καλό. Κι αυτό δεν με πίκρανε. Ο φόβος των πρώτων κι η ελπίδα των δεύτερων με ξάφνιασαν το ίδιο και ήταν μια ακόμη απόδειξη για μένα ότι αυτός ο αιώνας είχε ξεχάσει όλες τις κλασικές έννοιες που αφορούν τη λογοτεχνία.

Σαρλ Μπωντλαίρ, από τον Πρόλογο στα Ανθη του Κακού

Τα Ανθη του Κακού, που ο Charles Asselineau ισχυρίζεται ότι είχε δει ήδη απ’ το 1850 στο σπίτι του ποιητή το χειρόγραφό τους, θαυμάσια αντιγραμμένο από έναν καλλιγράφο, σχηματίζοντας δύο χαρτόδετους, χρυσωμένους τόμους και που πριν ο εκδότης Poulet-Malassis τα παρουσιάσει το 1857, είχαν τον τίτλο Les Limbes -που σημαίνει τόπος κάθαρσης, προθάλαμος για τον Παράδεισο ή την Κόλαση- είναι το ποιητικό βιβλίο που συγκέντρωσε πάνω του όσο κανένα απ’ τα ομοειδή του την προσοχή τόσο των ερασιτεχνών και των ασχέτων όσο και των πιο υποδειγματικών ποιητών που υποκλίθηκαν μεμιάς μπροστά στην πρωτοτυπία του.

Για πρώτη φορά βιβλίο ποιημάτων, σχεδόν παραδεδεγμένων όσον αφορά τη ρομαντική τους διάσταση κι ανεπίληπτων μορφικά,έγινε αιτία παγκόσμιας ανακατάταξης της ίδιας της ποίησης, ανατρεπτική, καινούρια πραγματικότητα για ένα κίνημα που έπνεε τα λοίσθια και αντικείμενο διαθλάσεως της εξωτερικής πραγματικότητας, του κόσμου, που μέσα τους διυλίζεται σχεδόν μέχρις εξαφανίσεως. Δεν είναι τυχαίο που αυτά τα ποιήματα, παρ’ όλη την ευλαβική μουσικότητα και τη σκοτεινή πολυχρωμία τους, θεωρήθηκαν περίπου παράφωνα, υπερτονισμένα σε βαθμό υστερίας και εργαστηριακής τελειότητας τόσης, σαν να επρόκειτο για τελετουργίες νυχτερινές και απόκοσμες, ικανές να κόψουν την ανάσα και τα γόνατα των αναγνωστών τους, παρά για απλή ποίηση και παιχνίδισμα των λέξεων.

Επρόκειτο βέβαια για μια τέχνη διφυή, που πατούσε ταυτόχρονα σε δύο κόσμους: σ’ αυτόν του μυθολογικού ποιητικού παρελθόντος και στον άδοξο κόσμο του παρόντος, κάνοντας αυτό το ποιητικό σύμπαν να μοιάζει πρόωρα γηρασμένο μέχρις αφυδατώσεως, προσποιούμενο ότι είναι τόσο αηδιαστικό όσο και η πραγματικότητα και μηχανιστικό όσο και η σύγχρονη ζωή.

Αυτή η απίθανη ποίηση, η δίχως μέτρο, που διατηρούσε την ευκρασία των ευμελών τμημάτων της την ίδια στιγμή που έμοιαζε σαν ένα πολιτισμικό κουφάρι, πλήρες από σκωληκόβροτους μικροοργανισμούς, εν μέρει φτιαγμένη από τις εξαίρετες συνθετικές ικανότητες ενός ατόμου, του Μπωντλαίρ, και εν μέρει επιβεβλημένη σχεδόν έξωθεν, από τον χρόνο ή τη μοίρα, θεωρήθηκε στην καλύτερη των περιπτώσεων καπρίτσιο ενός κακομαθημένου αστού ανωτέρας μορφώσεως και στη χειρότερη, το βλοσυρό και ιερόσυλο όργιο κάποιου επηρμένου εσχατόγηρου, που αποκεφάλιζε γύρω του, σαν την καρμανιόλα, όλες τις τρυφερές ψευδαισθήσεις της επικρατούσης ηθικής.

Πολλοί είπαν ότι η πλήρης αυτονόμηση απ’ τη ζωή, το περιβάλλον, τα σύγχρονα ήθη, ακόμα και απ’ την αισθητική ή το γούστο, που εγκαινίασε ο Μπωντλαίρ με το έργο του, αν δεν σήμαναν τον πλήρη διαχωρισμό του μεγάλου κοινού με την ποίηση, τουλάχιστον επισημοποίησαν το μεγάλο ρήγμα, που σήμερα μας φαίνεται κοινός τόπος. Ετσι που αν για μας, σήμερα, η τέχνη της ποιήσεως θεωρείται τέχνη δύσκολη και στρυφνή, ταγμένη με τους λίγους, ανίκανη να συνεγείρει τα πλήθη όπως ο Ουγκώ ή ο Παλαμάς ας πούμε, ώστε να μοιάζει μισάνθρωπη, αυτό πρέπει να το οφείλει σε μια τάση του ρομαντισμού και στην ώθηση που της έδωσαν για να ολοκληρωθεί ένας Αλοΐσιους Μπερτράν, ένας Νερβάλ, ένας Μπωντλαίρ.

Βέβαια η τάση της αναστάτωσης, του θορύβου και του πάθους, της εχθρικότητας προς το πλήθος, που χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την ποίηση του Μπωντλαίρ, δεν ήταν από μόνα τους αρκετά για να χαρίσουν στον ποιητή αυτόν του Παρισιού και της απαισιοδοξίας τον τίτλο του πατέρα τής μοντέρνας ποίησης παγκοσμίως. ….

…..Ο νόμος της επιπολαιότητας, των αντιφάσεων και των προκατασκευασμένων ιδεών δεν είναι προνόμιο μόνο των ρηχών ηθικολόγων και των πουριτανών, αλλά και των μέγιστων πριγκίπων της κριτικής, του Σαιντ Μπεβ και του Ρενάν, που έκριναν άψυχα και επιδερμικά έναν πρωτοφανή καλλιτέχνη με απαράμιλλη ποιότητα και αλήθεια. Είναι σίγουρο πως ο πλούτος των ψυχικών σκοταδιών που εκόμισε στην ποιητική τέχνη ο Μπωντλαίρ για πρώτη φορά, η έχθρα και η μνησικακία των δύο φύλων, ο διχασμός απέναντι στην ηδονή και στην αμαρτία, η ακαταμάχητη έλξη της μετάνοιας και της τιμωρίας είχαν μιαν υπερβολική τραχύτητα για τον κόσμο των εξαϋλωμένων οραμάτων που επικρατούσαν και πλημμύριζαν την ποίηση της εποχής του.

Το αν μερικοί έφτασαν στο σημείο να δουν πάνω στην ασκητική, λιπόσαρκη α λα Εντγκαρ Αλαν Πόε φιγούρα της ωριμότητός του τη μάσκα της διαφθοράς και του μίσους, αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη πώς εκτιμάται σε όλες τις εποχές η μέχρι αυστηρότητος ακεραιότητα στους νόμους και στο νόημα της Τέχνης.

Αν σήμερα μπορούμε να διαβάζουμε τα Ανθη του Κακού όχι τόσο πλαστά κι επιπόλαια όσο διαβάστηκαν από τους συγχρόνους του, προσπερνώντας σαν φυσικά όλα εκείνα τα καινούρια πράγματα που για πρώτη φορά μπήκαν πάνω στο ποιητικό τραπέζι, το όπιο, τα όνειρα των φωτεινών παραδείσων και τα παραισθησιογόνα, τον ερωτισμό και την αγωνία, την ανάπαυση και την αγάπη των μακρινών τόπων, την ελπίδα, τη συγγνώμη και την καταδίκη, αυτό το οφείλουμε σ’ αυτόν τον άτεγκτο τεχνίτη του ιερατικού ύφους, στον Μπωντλαίρ.

Τα  είναι μαύρα στην πολυχρωμία τους, όχι γιατί μετέρχονται το ύφος μιας ακόμα τέχνης προς κατανάλωση απ’ τους φιλότεχνους, αλλά γιατί είναι έσχατα, δηλαδή πανανθρώπινα. Η κούρασή τους δεν είναι η πόζα που διαφημίζεται για σοφία ούτε η αρρώστιά τους μια πρόκληση προς τους υγιείς, αλλά το σφάλμα και η αποτυχία που ενεδρεύει σε κάθε ζωή, τωρινή ή μελλούμενη. Η νομιζόμενη κραιπάλη τους δεν είναι η διαφήμιση ενός έξυπνου ατόμου πώς ν’ αντιμετωπίσει κανείς τις αντιξοότητες της ζωής, αλλά η αστοχία του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερα, ως γνήσια πνευματικό ον.

Ποτέ η ποίηση δεν θα ξαναγίνει τόσο σύνθετη και ερζάτς, τόσο λίγο ακηλίδωτη και καθαρή, τόσο υπνοβατούσα κι εκστατική, τόσο μη ποιητικίζουσα όσο στα Ανθη του Κακού.

Οπως ίσως η ποίηση ενός παιδιού.

β) Τα απαγορευμένα ποιήματα: η απόσταση ανάμεσα στον θείο και στον ανθρώπινο έρωτα

Η μοναδική και υπέρτατος ηδονή του έρωτα βρίσκεται στην πεποίθηση ότι κάνεις κακό

Τα απαγορευμένα, ή αλλιώς τα καταδικασμένα, ποιήματα του Μπωντλαίρ είναι βέβαια ποιήματα γύρω απ’ τη σεξουαλική πράξη και την ηγεμονική θέση που κατέχει στην τέχνη του το θήλυ. Τουλάχιστον τόσο «θηλυμανής» όσο κι εκείνοι οι μακρινοί του πρόγονοι, οι Φράγκοι ιππότες, που εξέπληξαν την Αννα Κομνηνή στη Βασιλεύουσα με την υπερβάλλουσα εκ μέρους των ειδωλοποίηση της γυναίκας, ο ποιητής της «Ξεγυμνωμένης Καρδιάς» μάς φαίνεται -όσον αφορά την ελληνικότητά μας και το επιχώριο αίσθημα-, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, σαν ένας άλλος Καβαλκάντι, σαν προβηγκιανός τροβαδούρος που κλαίει και στενάζει για την αγαπημένη του ή στο τέλος τέλος σαν ένας Ρακίνας, λιγάκι πιο μοχθηρός και αθυρόστομος από τον τραγικό πρόγονό του.

Ετσι αν θέλαμε ν’ αναζητήσουμε τις ρίζες της γυναικολατρίας στη δυτική ποίηση, δεν θ’ αρκούσε αυτό το πνιγηρό περιβάλλον φορεμάτων, κομμώσεων και ερωτικών φίλτρων, που διακοσμεί την τέχνη του Μπωντλαίρ, να τ’ αποδώσουμε δηλαδή μόνο στο πνεύμα και στη μόδα της εποχής, αλλά κατανοώντας το μόνιμο μέσα στο προσωρινό, να επισημάνουμε την ιδιόμορφη θρησκεία του γυναικείου παράγοντος μέσα απ’ την άρνηση και τον ονειδισμό του.

Τολμώ μάλιστα να πω ότι ακόμα και αυτή η απαγόρευση και καταδίκη των 6 ποιημάτων, που μας προσφέρονται εδώ μεταφρασμένα, απ’ τα αρχικά 13 της εισαγγελικής κατηγορίας, ήταν μια υγιής αντίδραση της γαλλικότητος όλων των εποχών, που στο πρόσωπο του Μπωντλαίρ έβλεπε όλες τις πίστεις και τις ερωτικές πρακτικές της καταπτοημένες. Ο βραδυφλεγής ρομαντισμός, ο σπαταλημένος σε σατανισμούς και βυρωνικές εξεγέρσεις, κατάλαβε ξαφνικά ότι αυτός ο έκφυλος και ανυπόφορος ρεαλιστής, ο Μπωντλαίρ, αποκαθήλωνε τελεσίδικα και μεθοδικά μια από αιώνων θρησκευτική πεποίθηση: την ειδωλοποίηση του ανθρώπινου έρωτα.

Με την απαγόρευση αυτή των 6 ποιημάτων και την οικονομική και ηθική καταδίκη του δημιουργού τους είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα με την καταδίκη ενός κόμματος, μιας ιδέας, μιας πίστης: ο αισθητής δημιουργός, ο αφοσιωμένος τεχνίτης, το αφομοιωμένο από την ποίηση ανθρώπινο υποκείμενο, απέκτησε γρήγορες και πυκνές σχέσεις με την κοινωνική πραγματικότητα. Εκεί που ήταν διάσημος μόνο ανάμεσα σε ποιητές, έγινε έργω και λόγω απολυτρωτικός για τους πολλούς, όχι μόνο γιατί επηρέασε όσο κανένας άλλος τη σύγχρονη ποίηση, αλλά γιατί έβγαλε την ποίηση και τους ποιητές απ’ τον φαύλο κύκλο της αυτοϊκανοποιήσεως και της αυτοκολακείας.

Είναι τουλάχιστον περίεργο ότι ένας ποιητής, όχι τόσο δυσνόητος σαν τον Μαλαρμέ ούτε τόσο εγκεφαλικός σαν τον Ελιοτ ή τον Βαλερύ,δεν βρήκε στην ελληνική του μεταγλώττιση έναν Ροΐδη ας πούμε, όπως ο Πόε, έναν Παπατσώνη, όπως ο Κλωντέλ ή ο Χέλντερλιν, έναν Σεφέρη, όπως ο Ελιοτ. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε τον Καρυωτάκη έναν αυθεντικό συνδημιουργό με τον ποιητή τού Spleen de Paris στις μεταφράσεις του, πάλι η εξίσωση είναι εις βάρος του Μπωντλαίρ, στο μέτρο που σοβαροί πνευματικοί άνθρωποι και αισθητές επιχείρησαν να μεταφέρουν στην ελληνική το έμμετρο, κυρίως, έργο του.

 Οι περισσότεροι γλίστρησαν και απέφυγαν να μεταγγίσουν τον δυναμισμό και την πρωτοτυπία του μπωντλερικού έργου, σαν να θεωρούσαν την ελληνική γλώσσα νηπιώδη και τα διανοήματα που αυτή εκπροσωπούσε χαμηλότερα απ’ τη γαλατική μεγαλοπρέπεια της μουσικής του. Το αποτέλεσμα στις περισσότερες των περιστάσεων ήταν κατώτερο και των προσδοκιών τους των ίδιων.

Το μπωντλερικό σύμπαν, συρρικνωμένο σε μπιχλιμπίδια κατώτερου ήθους, πολύ λίγο νοιαζόταν αν οι πόρνες, οι μιγάδες του, οι εβραίες, τα φίδια και οι γάτες του σχημάτιζαν στη νόηση του έλληνα αναγνώστη τους κάτι περισσότερο από το φτηνό, νατουραλιστικό άρωμα του πατσουλί, του γαλλικού μπιντέ ή της πληρωμένης παστάδας. Ετσι λοιπόν, μακιγιαρισμένος έντονα κι επαρχιακά, ο Μπωντλαίρ εισήχθη στη γλώσσα μας σαν ένα τουριστικό πανόραμα του Παρισιού προς χάζεμα του τότε ρωμέικου, που θεωρούσε οτιδήποτε το γαλλικό εφάμιλλο των αφροδίσιων, των ελαφρών ηθών και των κλοσάρ του Σηκουάνα. Σε όλα αυτά προσθέστε τον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο, τις ρίμες της δημοτικής και τον άγνωστο στον έλληνα αναγνώστη αστικό τρόπο ζωής, για να βγει το τελικό ρεζουμέ του μπωντλερικού έργου και της τύχης του στα ελληνικά: ένα κατάστημα ντελικατέσεν με φόντο τα ελληνικά βουνά και την Ακρόπολη.

Μετά απ’ αυτά το εγχείρημα του Ερρίκου Σοφρά να μεταφράσει τα απαγορευμένα ποιήματα του Μπωντλαίρ λιτά και συγκρατημένα, είναι σαν μια σωτήρια δίαιτα ύστερα από μια διατροφή με ακόρεστα λιπαρά. Η επιλογή του να μεταφέρει στη γλώσσα μας τον έμμετρο μπωντλερικό στίχο σε μια παράλληλη μετρικότητα,προσαρμοσμένη στην ελληνική, είναι και δύσκολη και παρακινδυνευμένη, όχι μόνο γιατί πρέπει να κάνει ό,τι έκανε ο ποιητής στη γλώσσα του, αλλά γιατί η τέχνη των μετρημένων συλλαβών και της ομοιοκαταληξίας είναι μια διαδικασία πολυέξοδη, επίπονη κι εν πολλοίς στις μέρες μας ξεχασμένη. Εδώ δεν αρκεί να επισημάνουμε ότι λείπουν απ’ τη σύγχρονη ποίησή μας παραδείγματα τεχνιτών του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας -εκτός ίσως απ’ τους ποιητές του λαϊκού πεντάγραμμου ή του Νίκου Γκάτσου- που να μην όζουν ακαδημαϊκής ψυχρότητας, αλλά και ότι η παλαιότερή μας μετρική ποιητών ως επί το πλείστον υπαίθριων και βουκολικών πολύ λίγο έχει να κάνει με την αστική σκιαγραφία της μπωντλερικής ψυχοσύνθεσης.

Οι συζεύξεις των λέξεων που πραγματοποιεί ο μεταφραστής, η θέση και η σειρά των επιθέτων και των παρομοιώσεων, οι λύσεις στα μεταφορικά σχήματα, ταιριάζουν με τη γαλλική ιθαγένεια των ιδεών, ούτως ώστε ούτε ο Μπωντλαίρ ν’ ακούγεται σαν λεβαντίνος ούτε και τα ελληνικά να ευτελίζουν με τον διαφορετικό φωτισμό τους τον θεμέλιο λίθο της γοτθικότητας του ποιητή της Λέσβου και της Λάμιας. Οπως και να το κάνουμε, το πρωτότυπο υπάρχει, δεν είναι χαμένο ή δυσεύρετο και τα γαλλικά δεν είναι μια γλώσσα νεκρή, αλλά προσιτή στον καθένα. Η αξία αυτής της μετάφρασης, κάθε μετάφρασης, ιδίως της ποιητικής τέχνης, δεν είναι το εγκληματολογικό ή μη κλέψιμο μιας μορφής και η αυτούσια μεταφορά της σαν λάφυρο σε μιαν άλλη, αλλά ο προσπίπτων φωτισμός μιας ξένης γλώσσας πάνω στη γλώσσα του πρωτοτύπου. Στην ποιητική τέχνη, όσο σε καμία ίσως άλλη τέχνη, δεν μπορούν να δημιουργηθούν πλαστά αντίγραφα στη θέση των πρωτοτύπων. Αυτό είναι το συμπέρασμα της εξευγένισης που μας κομίζει η ποιητική τέχνη: μόνο αμοιβαία και σύμμετρα, όπως η θάλασσα περιβρέχει την ξηρά, έτσι και μια γλώσσα εισχωρεί με τις νησίδες και τα ακρωτήριά της στους αμμουδερούς κόλπους και τις σύρτεις μιας άλλης.

Περισσότερα άρθρα

ΝΕΑ

Δημοφιλή