Ρολάν Μπαρτ, «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου»
Άτοπος είναι ο άλλος που αγαπώ και που με ελκύει. Αδυνατώ να τον κατατάξω επειδή είναι ακριβώς ο Μοναδικός, η ξεχωριστή Εικόνα που ήρθε, ως εκ θαύματος, να ανταποκριθεί στον ειδικό χαρακτήρα του πόθου μου. Είναι το σχήμα της αλήθειας μου. Δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί μέσα σε κανένα στερεότυπο (που είναι η αλήθεια των άλλων).
Κι όμως, στη ζωή μου, αγάπησα ή πρόκειται να αγαπήσω πολλές φορές. Αυτό σημαίνει, άραγε, ότι ο πόθος μου, μόλο που είναι ειδικός, αγκιστρώνεται σε έναν ορισμένο τύπο; Άρα ο πόθος μου είναι ταξινομήσιμος; Ανάμεσα σε όλα τα πλάσματα που αγάπησα υπάρχει, μήπως, ένα κοινό χαρακτηριστικό, ένα και μόνο, όσο ασήμαντο κι αν είναι (μύτη, επιδερμίδα, ύφος), που να μου επιτρέπει να πω: αυτός είναι ο τύπος μου; «Είναι εντελώς ο τύπος μου», «Δεν είναι καθόλου ο τύπος μου»: εκφράσεις ψωνιστηρτζή. Μήπως λοιπόν ο ερωτευμένος είναι απλώς ένας πιο δύσκολος ψωνιστηρτζής που, μιαν ολόκληρη ζωή, ψάχνει τον «τύπο του»; Σε ποια κόχη του αντίπαλου κορμιού πρέπει να διαβάσω την αλήθεια μου;
Συλλαμβάνω την ατοπία του άλλου στο πρόσωπό του κάθε φορά που διαβάζω εκεί πάνω την αθωότητα του, τη μεγάλη αθωότητά του: δεν ξέρει τίποτα για το κακό που μου κάνει ή, για να το πω με λιγότερη έμφαση, για το κακό που μου χαρίζει. Ο αθώος δεν είναι, μήπως, μη ταξινομήσιμος (και άρα ύποπτος για κάθε κοινωνία, η οποία «βρίσκει τα νερά της» μόνον εκεί όπου μπορεί να ταξινομεί Λάθη);
Ο Χ…, είχε αρκετά «γνωρίσματα σαν χαρακτήρας», με βάση τα οποία δεν ήταν δύσκολο να τον ταξινομήσεις (ήταν «αδιάκριτος», «σουπιά», «τεμπέλης», κτλ.). Δυό τρεις φορές όμως μου έλαχε να διακρίνω στα μάτια του μιαν έκφραση τέτοιας αθωότητας (δεν υπάρχει άλλη λέξη να το πω) που με ωθούσε, όπως κι αν είχαν τα πράγματα, να τον ξεχωρίσω, κατά κάποιον τρόπο, από τον εαυτό του κι από τον ίδιο τον χαρακτήρα. Τη στιγμή εκείνη τον απήλλασσα από κάθε σχόλιο. Η ατοπία, ως αθωότητα, αντιστέκεται στην περιγραφή, στον ορισμό, στη γλώσσα, στη γλώσσα που είναι μαγιά, ταξινόμηση των Ονομάτων (των Λαθών). Ο άλλος, ως ατοπικός, κλονίζει τη γλώσσα: αδύνατον να μιλήσεις περί αυτού και επ’ αυτού. Κάθε κατηγόρημα είναι κίβδηλο, οδυνηρό, άστοχο, ενοχλητικό: ο άλλος είναι απροσδιόριστος.
Ρολάν Μπαρτ, «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1977, σ. 49-50.