Η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι

Διαβάζονται

Η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι

  1. Ήθελε να γίνει ένα μαζί του. Έτσι τον διαβεβαίωνε πεισματικά, κοιτάζοντας τον μες στα μάτια, ότι δεν ένιωθε ηδονή, παρ’ όλο που το χαλί ήταν μουσκεμένο απ’ τον οργασμό της: “Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή”. Μ’ άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. Δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί.Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ’ άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη. Του διηγήθηκε: Ήμουν θαμμένη. Από καιρό. Ερχόσουν να με δεις μια φορά την εβδομάδα. Χτυπούσες στον τάφο κι έβγαινα. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα χώματα.-Έλεγες: “Δεν μπορείς να δεις τίποτα”, και μου έβγαζες τα χώματα απ’ τα μάτια.

    -Σου απαντούσα: Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δε βλέπω. Έχω τρύπες στη θέση των ματιών.

    -Μετά, έλειψες για πολύ καιρό και ήξερα ότι ήσουν με μια άλλη. Οι εβδομάδες περνούσαν και δεν ερχόσουν. Δεν κοιμόμουν πια καθόλου γιατί φοβόμουν μήπως έρθεις και δεν το καταλάβω. Μια μέρα, ήρθες επιτέλους και χτύπησες στον τάφο, άλλα ήμουν τόσο εξαντλημένη που είχα μείνει έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να κοιμηθώ, ώστε μόλις που βρήκα τη δύναμη ν’ ανέβω και να συρθώ έξω. Όταν πια τα κατάφερα, εσύ έμοιαζες απογοητευμένος. Μου είπες ότι η όψη μου ήταν κακή. Ένιωθα πως δεν σου άρεσα, ότι τα μάγουλα μου ήταν σκαμμένα, ότι έκανα κινήσεις σπασμωδικές.

    -Για να δικαιολογηθώ, σου είπα: “Συγχώρεσε με δεν έχω κοιμηθεί όλον αυτόν τον καιρό”.

    -Κι εσύ είπες με μια καθησυχαστική φωνή που όμως έμοιαζε ψεύτικη: “Βλέπεις, πρέπει να ξεκουραστείς. Θα έπρεπε να πάρεις ένα μήνα διακοπές”.

    -Και ήξερα καλά τι ήθελες να πεις μιλώντας για διακοπές! Ήξερα ότι ήθελες να μείνεις έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να με δεις επειδή θα ήσουν με μια άλλη. Έφυγες και ξανακατέβηκα στο βάθος του τάφου, και ήξερα ότι θα ήμουν ακόμα ένα μήνα χωρίς ύπνο, για να μην έρθεις και δεν το καταλάβω, κι ότι όταν θα ξαναρχόσουν, σ’ ένα μήνα, θα ήμουν ακόμα πιο άσχημη και θα ήσουν ακόμα πιο απογοητευμένος.

    Ποτέ του δεν είχε ακούσει τίποτα σπαρακτικότερο απ’ τη διήγηση αυτή. Έσφιγγε την Τερέζα στην αγκαλιά του, αισθανόταν το κορμί της να τρέμει και νόμιζε ότι δεν είχε πια τη δύναμη να σηκώσει τον έρωτα τους.

    Ο πλανήτης μπορούσε να συγκλονίζεται από τις εκρήξεις των βομβών, την πατρίδα μπορούσε καθημερινά να τη λεηλατεί κι ένας καινούριος εισβολέας, όλοι οι κάτοικοι της συνοικίας μπορούσαν να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, όλα αυτά θα τα είχε υπομείνει πιο εύκολα απ’ ό,τι θα τολμούσε να ομολογήσει στον εαυτό του. Αλλά η θλίψη ενός μονάχα ονείρου της Τερέζας τού ήταν ανυπόφορη”

    2.  Αν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας είναι να επαναληφθεί αμέτρητες φορές, είμαστε καρφωμένοι στην αιωνιότητα όπως ο Ιησούς Χριστός επάνω στο σταυρό. Τι φριχτή ιδέα! Στον κόσμο της αιώνιας επιστροφής, κάθε κίνηση φέρνει επιστροφή το βάρος μιας αβάσταχτης ευθύνης. Αυτό είναι που έκανε τον Νίτσε να λέει ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής είναι το πιο βαρύ φορτίο.

Αν η αιώνια επιστροφή είναι το πιο βαρύ φορτίο, οι ζωές μας μπορούν, σ’ αυτό     το πλαίσιο, να φανερωθούν σ’ όλη τους την λαμπρή ελαφρότητα. Στ’ αλήθεια, όμως, είναι φριχτή η βαρύτητα και ωραία η ελαφρότητα;

Το πιο βαρύ φορτίο μας συνθλίβει, μας κάνει να λυγίζουμε κάτω από αυτό, μας πιέζει στο έδαφος. Αλλά, στην ερωτική ποίηση όλων των αιώνων, η γυναίκα επιθυμεί να δεχτεί το φορτίο του αντρικού κορμιού. Το πιο βαρύ φορτίο είναι λοιπόν ταυτόχρονα και η εικόνα της πιο έντονης ζωικής ολοκλήρωσης. Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο κοντινή στη γη είναι η ζωή μας, τόσο είναι πιο αληθινή και πιο πραγματική.

Σ’ αντιστάθμισμα, η ολική απουσία του φορτίου κάνει το ανθρώπινο ον να γίνεται πιο ελαφρύ απ’ τον άνεμο, να πετάει, ν’ απομακρύνεται απ’ τη γη, απ’ το γήινο είναι, να μην είναι παρά μόνο κατά το ήμισυ αληθινό και οι κινήσεις του να είναι εξίσου ελεύθερες, όσο και χωρίς σημασία.

Λοιπόν, τι να διαλέξει κανείς; Το βάρος ή την ελαφρότητα;

Πρόκειται για το ερώτημα που έθεσε ο Παρμενίδης τον 6ο π.χ. αιώνα. Κατ’ αυτόν, το σύμπαν είναι χωρισμένο σε ζεύγη αντιθέτων: το φως – το σκοτάδι, το παχύ – το λεπτό, το ζεστό – το κρύο, το είναι – το μη είναι. Θεωρούσε ότι ένας από τους πόλους της αντίφασης είναι θετικός (το φωτεινό, το ζεστό, το είναι), ο άλλος αρνητικός. Αυτός ο διαχωρισμός σε πόλους, θετικό και αρνητικό, μπορεί να μας φανεί παιδαριωδώς εύκολος. Εκτός από μια περίπτωση: τι είναι θετικό, το βάρος ή η ελαφρότητα;

Ο Παρμενίδης απαντούσε: το ελαφρύ είναι θετικό, το βαρύ είναι αρνητικό. Είχε δίκιο ή όχι; Ιδού η απορία. Ένα πράγμα είναι βέβαιο. Η αντίφαση βαρύ – ελαφρύ είναι η πιο μυστηριώδης και η πιο διφορούμενη απ’ όλες τις αντιφάσεις.

Μίλαν Κούντερα

  Δυο αποσπάσματα από το διάσημο βιβλίο του Μίλαν Κούντερα “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι”.

Και ένα ακόμα:  3. Το όνειρο είναι η απόδειξη , ότι το να φαντάζεται, το να ονειρεύεται αυτό που δεν έχει υπάρξει, είναι μια από τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου.

Photo 89884094 / Surreal © CristinaConti | Dreamstime.com

Περισσότερα άρθρα

ΝΕΑ

Δημοφιλή